Το ένα φέρνει τ' άλλο... Μετά τη «Νύχτα λίγο πριν τα δάση», σειρά πήρε η «Μοναξιά», το πιο γνωστό έργο το Κολτές, και μάλλον το πιο αδικημένο από μια μετάφραση μιας άλλης εποχής.
Δημοσιοποιώ τη δική μου μετάφραση της αρχής του έργου. Θα ήθελα να μπορούσε να εκδοθεί, όμως δεν μπορεί. Μπορεί όμως να παιχτεί, και είναι στη διάθεση όποιου το ονειρευτεί. - ΜΡ
Το ντηλ είναι μία εμπορική συναλλαγή που αφορά απαγορευμένες ή αυστηρά ελεγχόμενες αξίες, και συνάπτεται σε χώρους ουδέτερους, ακαθόριστους και όχι προβλεπόμενους για την εν λόγω χρήση, μεταξύ τροφοδοτών και επαιτών, με σιωπηλή συμφωνία, συμβατικά νοήματα ή διφορούμενο διάλογο –με στόχο να παρακαμφθούν οι κίνδυνοι προδοσίας και απάτης που ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει –, σε οιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας, ανεξαρτήτως των κανονικών ωρών λειτουργίας των εγκεκριμένων χώρων εμπορίου, και μάλλον κατά τις ώρες μη λειτουργίας αυτών.
Ο ΝΤΙΛΕΡ
Αν περπατάτε έξω, τέτοια ώρα σε τέτοιο μέρος, είναι επειδή επιθυμείτε κάτι που δεν έχετε, και αυτό το κάτι εγώ μπορώ να σας το προσφέρω˙ γιατί αν βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση πιο πριν από εσάς και για πιο πολύ από εσάς, κι αυτή η ώρα που ‘ναι η ώρα των άγριων σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα, δεν με διώχνει, είναι επειδή έχω ό,τι χρειάζεται για να ικανοποιήσω την επιθυμία που περνάει εμπρός μου, κι είναι σαν βάρος που πρέπει να το ξεφορτωθώ πάνω στον οποιονδήποτε, είτε άνθρωπο είτε ζώο, περνάει εμπρός μου.
Γι’ αυτό σας πλησιάζω, παρά την ώρα που ‘ναι η ώρα που συνήθως ο άνθρωπος και το ζώο χύνονται με αγριότητα ο ένας πάνω στο άλλο, σας πλησιάζω, εγώ, εσάς, με τα χέρια απλωμένα και τις παλάμες στραμμένες σ’ εσάς, με την ταπεινοφροσύνη εκείνου που πουλάει απέναντι σ’ αυτόν που αγοράζει, με την ταπεινοφροσύνη εκείνου που διαθέτει απέναντι σ’ αυτόν που επιθυμεί˙ και βλέπω την επιθυμία σας όπως βλέπει κανείς το φως που ανάβει στο ψηλότερο παράθυρο ενός κτηρίου το σούρουπο˙ σας πλησιάζω όπως το σούρουπο πλησιάζει το πρώτο αυτό φως, απαλά, με σεβασμό, σχεδόν στοργικά, αφήνοντας κάτω στον δρόμο το ζώο και τον άνθρωπο να τραβάνε το λουρί τους και να δείχνουν τα δόντια με αγριότητα.
Όχι πως μάντεψα τι μπορεί να επιθυμείτε, ούτε βιάζομαι να το μάθω˙ γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο μελαγχολικό απ’ την επιθυμία ενός πελάτη, την ατενίζεις σαν το μυστικό που καρτερά να φανερωθεί και παίρνεις το χρόνο σου πριν το φανερώσεις˙ σαν το δώρο που στο δίνουν τυλιγμένο και παίρνεις τον χρόνο σου πριν τραβήξεις την κορδέλα. Κι εγώ επιθύμησα, από τότε που βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση, ό,τι μπορεί να επιθυμήσει άνθρωπος ή ζώο μες στο σκοτάδι, και που τον σπρώχνει έξω παρά τα άγρια γρυλίσματα των αχόρταγων ζώων και των αχόρταγων ανθρώπων˙ να γιατί ξέρω, καλύτερα απ’ τον αμήχανο πελάτη που κρατά για λίγο ακόμα το μυστήριό του σαν μικρή παρθένα που μεγαλώνει για να γίνει πουτάνα, ότι αυτό που θα μου ζητήσετε το έχω, και ότι σας αρκεί, χωρίς να σας πληγώνει η φαινομενική αδικία του ότι είστε αυτός που ζητάει απέναντι σ’ εκείνον που έχει, να μου το ζητήσετε.
Αφού σε τούτη τη γη δεν υπάρχει άλλη πραγματική αδικία εκτός από την αδικία της ίδιας της γης, που είναι άγονη λόγω κρύου ή άγονη λόγω ζέστης και σπάνια γόνιμη απ’ τη γλυκιά ανάμειξη ζέστης και κρύου˙ δεν υπάρχει αδικία για όποιον περπατά στο ίδιο κομμάτι γης όπου επικρατεί το ίδιο κρύο ή η ίδια ζέστη ή η ίδια γλυκιά ανάμειξη, και κάθε άνθρωπος ή ζώο που μπορεί να κοιτάξει στα μάτια έναν άλλον άνθρωπο ή ζώο είναι ίσος του γιατί περπατάνε στην ίδια λεπτή και στρωτή γραμμή της γήινης μοίρας, δεσμώτες του ίδιου κρύου και της ίδιας ζέστης, ίδια πλούσιοι, και φτωχοί ίδια˙ και το μόνο υπαρκτό σύνορο είναι ανάμεσα στον πωλητή και τον αγοραστή, σύνορο όμως αβέβαιο, καθώς και οι δυο διαθέτουν και την επιθυμία και το αντικείμενο της επιθυμίας, κοιλότητα και κόγχη συνάμα, πάντως λιγότερο άδικο από το να ‘ναι κανείς αρσενικό ή θηλυκό, είτε είναι άνθρωπος είτε είναι ζώο. Γι’ αυτό δανείζομαι προσωρινά την ταπεινοφροσύνη και σας παραχωρώ την έπαρση, για να ξεχωρίζουμε ο ένας απ’ τον άλλον την ώρα αυτή που είναι μοιραία ίδια και για εσάς και για εμένα.
Πείτε μου λοιπόν, μελαγχολική παρθένα, τη στιγμή αυτή που πνιχτά γρυλίζουν άνθρωποι και ζώα, πείτε μου τι είναι αυτό που επιθυμείτε και μπορώ να σας παρέχω, και θα σας το παρέχω απαλά, σχεδόν με σεβασμό, ίσως με στοργή˙ και μετά, αφού γεμίσουν οι κοιλότητες και λειανθούν τα όρη που βρίσκονται εντός μας, θα απομακρυνθούμε ο ένας απ’ τον άλλο, ισορροπώντας στο στενό και στρωτό νήμα της γήινής μας μοίρας, χορτάτοι ανάμεσα σε ανθρώπους αχόρταγους που είναι άνθρωποι και σε ζώα αχόρταγα που είναι ζώα˙ μη μου ζητήσετε όμως να μαντέψω την επιθυμία σας˙ θα αναγκαζόμουν ν’ απαριθμήσω όσα έχω στη διάθεσή μου για να ικανοποιώ όσους περνούν εμπρός μου από την ώρα που βρίσκομαι εδώ, και ο χρόνος της απαρίθμησης θα στέγνωνε την καρδιά μου και θα κούραζε μάλλον την ελπίδα σας.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ
Δεν περπατάω σ’ ένα κάποιο μέρος μια κάποια ώρα˙ περπατάω, σκέτο, πηγαίνοντας από το ένα σημείο στο άλλο, για υποθέσεις προσωπικές που διευθετούνται επί των σημείων και όχι κατά την πορεία˙ δεν ξέρω κανένα σούρουπο και κανενός είδους επιθυμία, και θέλω να αγνοώ της πορείας μου τις αναποδιές. Πήγαινα από εκείνο το φωτισμένο παράθυρο, πίσω μου εκεί ψηλά, στο άλλο φωτισμένο παράθυρο, πέρα εκεί μπροστά μου, ακολουθώντας μια πολύ ευθεία γραμμή η οποία σας διασχίζει επειδή επίτηδες μπήκατε επάνω της. Όμως δεν έχει βρεθεί τρόπος, σε όποιον πηγαίνει από ένα ύψωμα σε ένα άλλο ύψωμα, να μην κατέβει για να μην να ξανανέβει, δύο παράλογες μετακινήσεις που αλληλοαναιρούνται και με το ρίσκο, στο ενδιάμεσο, σε κάθε του βήμα, να πατήσει τα σκουπίδια που πέφτουν απ’ τα παράθυρα˙ όσο πιο ψηλά μένεις, τόσο πιο υγιεινό είναι το περιβάλλον, τόσο πιο σκληρή είναι όμως η πτώση˙ κι όταν το ασανσέρ σ’ αφήσει κάτω, σε αναγκάζει να περπατάς ανάμεσα σε ό,τι δεν ήθελαν πια οι από πάνω, ανάμεσα σ’ ένα σωρό σαπισμένες αναμνήσεις, όπως στο εστιατόριο που το γκαρσόνι κάνοντας λογαριασμό απαριθμεί, στα αηδιασμένα σου αυτιά, τα φαγητά που από ώρα χωνεύεις.
Εξάλλου θα ‘πρεπε το σκοτάδι να ‘ναι ακόμα πιο παχύ και καθόλου να μην μπορώ να διακρίνω το πρόσωπό σας˙ τότε ίσως να ξεγελιόμουν ως προς το εύλογο της παρουσίας σας και της απόκλισής σας προκειμένου να μπείτε στον δρόμο μου, και να απέκλινα με τη σειρά μου ομοίως με εσάς˙ όμως ποιο σκοτάδι θα ήταν τόσο παχύ που θα σας έκανε να φαίνεστε λιγότερο σκοτεινός από εκείνο; δεν υπάρχει νύχτα αφέγγαρη που να μη μοιάσει μεσημέρι αν τότε εμφανιστείτε, και το μεσημέρι αυτό μου δείχνει ότι δεν σας έβαλε εδώ η τυχαιότητα των ασανσέρ, αλλά ένας απαράβατος δικός σας νόμος της βαρύτητας, που τον κουβαλάτε στους ώμους ολοφάνερο σαν σάκο, και που σας αγκιστρώνει σ’ αυτή την ώρα, σ’ αυτό το μέρος απ’ όπου αναστενάζοντας υπολογίζετε το ύψος των κτηρίων.
Όσο για αυτό που επιθυμώ, αν υπήρχε επιθυμία που να μπορούσα να τη θυμηθώ εδώ, μες στη σκοτεινιά του σούρουπου, μες στα γρυλίσματα ζώων που ούτε την ουρά τους δεν ξεχωρίζεις, εκτός από τη σίγουρη επιθυμία μου να σας δω να το κόβετε με την ταπεινοφροσύνη και να μη μου δίνετε χάρισμα την έπαρση –γιατί αν έχω κάποια αδυναμία στην έπαρση, σιχαίνομαι την ταπεινοφροσύνη, και στον εαυτό μου και στους άλλους, και η δοσοληψία αυτή με ενοχλεί– αυτό που θα επιθυμούσα, σίγουρα δεν θα το είχατε. Η επιθυμία μου, αν υπάρχει, αν σας την έλεγα, θα σας έκαιγε το πρόσωπο, θα σας έκανε με μια κραυγή να τραβήξετε τα χέρια, και θα χανόσασταν στο σκοτάδι σαν το σκύλο που τρέχει τόσο γρήγορα που ούτε την ουρά του δεν προλαβαίνεις να δεις. Όμως όχι, η θολούρα αυτού του μέρους και αυτής της ώρας με κάνει να ξεχνώ αν είχα ποτέ κάποια επιθυμία που θα μπορούσα να θυμηθώ, όχι, δεν έχω ούτε και προσφορά έχω να σας κάνω, και θα πρέπει να παραμερίσετε για να μην παραμερίσω εγώ, να ξεκουμπιστείτε από τον άξονα που ακολουθούσα, να μηδενιστείτε, αφού το φως εκεί πάνω, ψηλά στο κτήριο, που το πλησιάζει το σκοτάδι, συνεχίζει ατάραχα να λάμπει˙ τρυπάει το σκοτάδι όπως ένα αναμμένο σπίρτο τρυπάει το πανί που θέλει να το σβήσει.
Ο ΝΤΙΛΕΡ
Έχετε δίκιο να πιστεύετε ότι δεν κατεβαίνω από πουθενά κι ότι πουθενά δεν προτίθεμαι να ανέβω, έχετε όμως λάθος αν νομίζετε ότι αυτό με στεναχωρεί. Αποφεύγω τα ασανσέρ όπως ο σκύλος το νερό. Όχι πως αρνούνται να μου ανοίξουν την πόρτα τους ούτε και με απωθεί να κλειστώ μέσα τους˙ όταν όμως τα ασανσέρ κινούνται γαργαλιέμαι και χάνω την αξιοπρέπειά μου˙ και μπορεί τα γαργαλητά να μ’ αρέσουν, μ’ αρέσει όμως να σταματούν μόλις η αξιοπρέπειά μου το απαιτήσει. Τα ασανσέρ είναι σαν μερικά ναρκωτικά, η κατάχρηση σε κάνει να ανεμίζεις, ούτε ποτέ ανεβαίνεις ούτε ποτέ κατεβαίνεις, τις καμπύλες τις περνάς για ευθείες, και παγώνεις στην καρδιά της τη φωτιά. Από τότε όμως που βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, έμαθα να αναγνωρίζω τις φλόγες που από μακριά, πίσω απ’ τα τζάμια, μοιάζουν παγωμένες σαν χειμωνιάτικα σούρουπα, αρκεί όμως να τις πλησιάσεις, απαλά, ίσως με στοργή, για να θυμηθείς ότι ψυχρή οριστικά λάμψη δεν υπάρχει, και ο σκοπός μου δεν είναι να σας σβήσω αλλά να σας προφυλάξω απ’ τον άνεμο, και να στεγνώσω την υγρασία της στιγμής στη ζεστασιά αυτής της φλόγας.
Γιατί, ό,τι κι αν λέτε, η γραμμή στην οποία περπατούσατε, από ευθεία που ίσως ήταν, μόλις με είδατε έγινε λοξή, και κατάλαβα πότε ακριβώς με είδατε ακριβώς όταν ο δρόμος σας έγινε καμπύλος, και δεν έγινε καμπύλος για να απομακρυνθείτε από εμένα, αλλά για να έρθετε σε εμένα, αλλιώς δεν θα είχαμε ποτέ συναντηθεί, αλλά θα είχατε ακόμα περισσότερο απομακρυνθεί, γιατί περπατούσατε με την ταχύτητα εκείνου που πηγαίνει από το ένα σημείο στο άλλο˙ και δεν θα σας έφτανα ποτέ γιατί εγώ προχωρώ αργά, ήσυχα, σχεδόν ακίνητα, με το βήμα εκείνου που δεν πηγαίνει από το ένα σημείο στο άλλο αλλά που, από μια σταθερή θέση, παραμονεύει όποιον περνάει εμπρός του και περιμένει να μετατοπίσει ελαφρώς την πορεία του. Κι αν εγώ πω ότι ο δρόμος σας έγινε καμπύλος, κι εσείς προφανώς ισχυριστείτε ότι ήταν απόκλιση προκειμένου να με αποφύγετε, και ανταπαντήσω ότι ήταν κίνηση προκειμένου να πλησιάσετε, προφανώς θα είναι επειδή κατά βάση καθόλου δεν παρεκκλίνατε, επειδή η κάθε ευθεία υπάρχει μόνο σε σχέση με ένα επίπεδο, και κινούμαστε σε δύο διαφορετικά επίπεδα και επειδή εν τέλει το μόνο που υπάρχει είναι ότι με κοιτάξατε και έπιασα το βλέμμα σας ή το αντίστροφο, κι έτσι, από καθαρή που ήταν η γραμμή πάνω στην οποία προχωρούσατε έγινε σχετική και περίπλοκη, ούτε ευθεία ούτε καμπύλη, αλλά μοιραία.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ
Πάντως, δεν έχω απαγορευμένες επιθυμίες, για να σας είμαι αρεστός. Τις δοσοληψίες μου τις κάνω στις εγκεκριμένες ώρες της ημέρας, σε μέρη εγκεκριμένα για δοσοληψίες και φωτισμένα με φως ηλεκτρικό. Μπορεί και να ‘μαι πουτάνα, στην περίπτωση όμως αυτή το μπουρδέλο μου είναι από άλλο κόσμο˙ απλώνεται στο φως της νομιμότητας και κλείνει τις πόρτες του τα βράδια, έχει τη σφραγίδα του νόμου και φωτίζεται με φως ηλεκτρικό, αφού ακόμα και το φως του ήλιου είναι αφερέγγυο και δείχνει μεροληψία. Τι περιμένετε εσείς από έναν άνθρωπο που δεν κάνει βήμα αν δεν είναι σύμφωνο με τους κανονισμούς και με το νόμο και με τη βούλα κι αν δεν το πλημμυρίζει φως ηλεκτρικό ως την παραμικρή γωνίτσα; Κι αν βρίσκομαι εδώ, εν πορεία, εν αναμονή, εν αιωρήσει, εν κινήσει, έξω από το παιχνίδι, έξω από τη ζωή, προσωρινός, στην πράξη απών, με άλλα λόγια όχι εδώ –γιατί λέμε για κάποιον που διασχίζει με αεροπλάνο τον Ατλαντικό ότι την τάδε στιγμή είναι στη Γροιλανδία, είναι όμως όντως; ή είναι στην ταραχώδη καρδιά του ωκεανού;- κι αν απέκλινα, παρότι η ευθεία μου, από το σημείο απ’ όπου έρχομαι ως το σημείο που πηγαίνω, δεν είχε κανένα λόγο να γίνει ξαφνικά λοξή, είναι επειδή μου φράζετε τον δρόμο, ξέχειλος από απαγορευμένες προθέσεις και υπόνοιες ότι κι εγώ απαγορευμένες προθέσεις έχω. Να ξέρετε όμως ότι εκείνο που περισσότερο στον κόσμο σιχαίνομαι, περισσότερο κι από την απαγορευμένη πρόθεση, περισσότερο κι από την απαγορευμένη πράξη ακόμα, είναι το βλέμμα εκείνου που υπονοεί ότι ο άλλος έχει ένα σωρό απαγορευμένες προθέσεις και ότι του είναι μάλιστα και συνήθειο˙ όχι μόνο εξαιτίας του βλέμματος καθεαυτού, βλέμμα πάντως θολό που και βουνίσιο χείμαρρο θολώνει, -και το δικό σας βλέμμα θα γέμιζε λάσπη ένα ποτήρι νερό – αλλά επειδή ακουμπώντας το βάρος του επάνω μου, η αγνότητά μου νιώθει ξαφνικά παραβιασμένη, η αθωότητα ένοχη, και η ευθεία γραμμή, που θα με οδηγούσε από το ένα φωτεινό σημείο στο άλλο φωτεινό σημείο, εξαιτίας σας γίνεται γαμψή και δαίδαλος σκοτεινός στον σκοτεινό τόπο που βρίσκομαι χαμένος.
Ο ΝΤΙΛΕΡ
Προσπαθείτε να χώσετε ένα αγκάθι κάτω απ’ τη σέλα του αλόγου μου για να εκνευριστεί και ν’ αφηνιάσει˙ μπορεί το άλογό μου να ‘ναι νευρικό και ενίοτε ανυπάκουο, το κρατάω όμως με κοντό χαλινάρι και δεν αφηνιάζει τόσο εύκολα˙ ένα αγκάθι δεν είναι ξυράφι, ξέρει αυτό πόσο παχύ είναι το δέρμα του και μπορεί να υπομείνει τη φαγούρα. Ποιος όμως γνωρίζει τις διαθέσεις των αλόγων; Άλλοτε αντέχουν μια βελόνα στο πλευρό τους, κι άλλοτε ένας κόκκος σκόνης μένει κάτω από το γκέμι κι αρχίζουν τα ποδοβολητά και τα στριφογυρίσματα και τουμπάρουν τον ιππέα.
Μάθετε λοιπόν ότι ενώ εγώ σας μιλάω αυτή την ώρα, έτσι, ήρεμα, ίσως και με σεβασμό, εσείς όχι: εκ των πραγμάτων, μιλάτε μια γλώσσα που φανερώνει ότι είστε αυτός που φοβάται, μ’ ένα φόβο οξύ, παράλογο, ξεκάθαρο, σαν το φόβο ενός παιδιού για το ενδεχόμενο χαστούκι του πατέρα˙ εγώ, μιλάω τη γλώσσα εκείνου που δεν φανερώνεται, τη γλώσσα του χώρου και του χρόνου όπου οι άνθρωποι τραβάνε το λουρί τους και τα γουρούνια χτυπάνε το κεφάλι τους στο φράχτη˙ εγώ κρατάω τη γλώσσα μου σαν άτι απ’ το χαλινάρι για να μη χιμήξει στη φοράδα, γιατί αν άφηνα το χαλινάρι, αν για λίγο έπαυα να πιέζω τα δάχτυλά μου και να σφίγγω τα μπράτσα μου, τα λόγια μου θα με τούμπαραν και θα χιμούσαν στον ορίζοντα με τη φόρα του αραβικού αλόγου που μυρίζεται την έρημο και τίποτα δεν το σταματά.
Γι’ αυτό χωρίς να σας γνωρίζω, από την πρώτη λέξη, σας φέρθηκα σωστά, από το πρώτο βήμα που έκανα προς εσάς, ένα βήμα διακριτικό, ταπεινό και σεβαστικό, αγνοώντας αν κάτι πάνω σας αξίζει τον σεβασμό, μη ξέροντας για εσάς τίποτα που να μπορεί να μου μαρτυρήσει αν η σύγκριση των περιπτώσεών μας υποδεικνύει να είμαι ταπεινός κι εσείς επηρμένος, σας άφησα την έπαρση εξαιτίας της ώρας το σούρουπο που πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον, επειδή η ώρα το σούρουπο που με πλησιάσατε είναι η ώρα που η διακριτικότητα δεν είναι πια υποχρεωτική κι άρα γίνεται αναγκαία, που πια τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό εκτός από μια άγρια σχέση μες στο σκοτάδι, και θα μπορούσα να έχω πέσει επάνω σας σαν το πανί στη φλόγα ενός κεριού, θα μπορούσα να σας έχω βουτήξει από το γιακά, εξ απήνης. Κι αυτή η διακριτικότητα, αναγκαία αλλά ανέξοδη, που σας χάρισα, σας δένει με εμένα, αν μη τι άλλο επειδή θα μπορούσα, από αλαζονεία, να σας πατήσω όπως η μπότα τσακίζει το λιγδωμένο χαρτί, γιατί ήξερα, λόγω του μεγέθους που είναι η κύρια διαφορά μεταξύ μας -κι αυτή την ώρα σε αυτό το μέρος μόνο το μέγεθος κάνει τη διαφορά-, ξέρουμε κι οι δυο μας ποιος είναι η μπότα και ποιος το λιγδωμένο χαρτί.
Ο ΠΕΛΑΤΗΣ
Ακόμα κι αν το έκανα, να ξέρετε ότι θα ήθελα να μην σας έχω κοιτάξει. Το βλέμμα περιφέρεται και κάπου ακουμπά και θαρρεί πως είναι σε ουδέτερο κι ελεύθερο έδαφος, σαν μια μέλισσα σ’ ένα κάμπο με λουλούδια, σαν τη μουσούδα μιας αγελάδας σ’ ένα περιφραγμένο λιβάδι. Τι να το κάνει όμως κανείς το βλέμμα του; Να κοιτάζω στον ουρανό με κάνει νοσταλγικό και να καρφώνω το έδαφος μου φέρνει θλίψη, να σου λείπει κάτι και να θυμάσαι ότι δεν το έχεις είναι εξίσου αβάσταχτα. Πρέπει λοιπόν να κοιτάς μπροστά σου, στο ύψος σου, άσχετα απ’ το σημείο που προσωρινά πάτησε το πόδι˙ γι’ αυτό όταν περπατούσα εκεί που μόλις πριν περπατούσα και που τώρα στέκομαι, το βλέμμα μου αργά ή γρήγορα θα έπεφτε σε οτιδήποτε στέκεται ή περπατά στο δικό μου ύψος˙ όμως, λόγω της απόστασης και των νόμων της προοπτικής, κάθε άνθρωπος και κάθε ζώο προσωρινά και στο περίπου είναι στο δικό μου ύψος. Ίσως, πράγματι, η μόνη διαφορά που μένει για να ξεχωρίζουμε μεταξύ μας, ή η μόνη αδικία αν προτιμάτε, είναι ότι ο μεν νιώθει έναν αόριστο φόβο για το ενδεχόμενο χαστούκι του δε˙ και η μόνη ομοιότητα, ή το μόνο δίκαιο αν προτιμάτε, είναι η άγνοια του κατά πόσο ο φόβος είναι κοινός, πόσο τα επικείμενα χαστούκια θα είναι πραγματικά, και πόσο θα είναι βίαια.
Έτσι, δεν κάνουμε άλλο από το να αναπαράγουμε τη συνηθισμένη σχέση των ανθρώπων και των ζώων μεταξύ τους σε ώρες και μέρη απαγορευμένα και ερεβώδη που δεν τα πιάνει ούτε νόμος ούτε ηλεκτρισμός˙ γι’ αυτό, από μίσος για τα ζώα και από μίσος για τους ανθρώπους, προτιμώ τον νόμο και το ηλεκτρικό φως, και δικαίως θεωρώ ότι το φυσικό φως και ο αφιλτράριστος αέρας και η αρρύθμιστη εποχική θερμοκρασία κάνουν τον κόσμο απρόβλεπτο˙ γιατί τα φυσικά στοιχεία δεν ξέρουν ούτε από ειρήνη ούτε από δίκαιο, το παράνομο εμπόριο δεν ξέρει από εμπόριο, μόνο απειλή και φυγή και παρτίδες χωρίς αντικείμενο προς πώληση και χωρίς αντικείμενο προς αγορά και χωρίς έγκυρο νόμισμα και χωρίς κλίμακα κόστους, έρεβος, έρεβος ανθρώπων που πλησιάζονται μες στη νύχτα˙ κι αν με πλησιάσατε είναι επειδή τελικά θέλετε να με χτυπήσετε˙ κι αν σας ρωτούσα γιατί θέλετε να με χτυπήσετε, θα μου απαντούσατε, το ξέρω, ότι ο λόγος είναι κρυφός, ότι δεν είναι απαραίτητο, μάλλον, να τον μάθω. Οπότε δεν θα σας ρωτήσω τίποτα. Απευθύνεις άραγε τον λόγο στο τούβλο που πέφτει απ’ τη στέγη και θα σου σπάσει το κεφάλι; Είμαστε μια μέλισσα που κάθισε στο λάθος λουλούδι, είμαστε η μουσούδα μιας αγελάδας που λιμπίστηκε το χορτάρι της μεριάς πίσω από τον ηλεκτροφόρο φράχτη˙ το βουλώνουμε ή το βάζουμε στα πόδια, μετανιώνουμε, περιμένουμε, κάνουμε ό,τι μπορούμε, παράλογα κίνητρα, παρανομία, έρεβος.
Έβαλα το πόδι μου στο αυλάκι ενός στάβλου όπου τα μυστήρια ρέουν σαν του ζώου τα σκατά˙ κι απ’ αυτά τα μυστήρια και απ’ αυτό το σκοτάδι που ‘ναι τα δικά σας βγαίνει ο κανόνας που λέει ότι ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που συναντιούνται πρέπει να διαλέγεις πάντα να είσαι αυτός που επιτίθεται˙ και μάλλον, αυτή την ώρα σε αυτά τα μέρη θα πρέπει να πλησιάσεις όποιον άνθρωπο ή ζώο ακούμπησε το βλέμμα σου, να τον χτυπήσεις και να του πεις: δεν ξέρω αν είχατε την πρόθεση να με χτυπήσετε, για κάποιο παράλογο και μυστήριο λόγο που ούτως ή άλλως δεν θα κρίνατε απαραίτητο να μου φανερώσετε, όπως και να ‘χει όμως προτίμησα να το κάνω πρώτος, και ο λόγος μου, είναι ίσως παράλογος, κρυφός πάντως δεν είναι: είναι γιατί, λόγω της παρουσίας μου και της παρουσίας σας και της τυχαίας ευθυγράμμισης των βλεμμάτων μας, πλανιόταν η πιθανότητα να με χτυπήσετε πρώτος, και προτίμησα να είμαι το τούβλο που πέφτει παρά το κεφάλι, ο ηλεκτροφόρος φράχτης παρά η μουσούδα της αγελάδας.
Διαφορετικά, αν πράγματι είμαστε, εσείς ο πωλητής που έχετε στην κατοχή σας εμπορεύματα τόσο μυστηριώδη που αρνείστε να τα αποκαλύψετε και δεν έχω κανένα τρόπο να τα μαντέψω, και εγώ ο αγοραστής με μια επιθυμία τόσο κρυφή που κι ο ίδιος αγνοώ και θα έπρεπε, για να βεβαιωθώ ότι την έχω, να ξύσω τη μνήμη μου σαν το κακάδι για να τρέξει αίμα, αν λοιπόν αυτό αληθεύει, γιατί συνεχίζετε να τα κρύβετε τα εμπορεύματά σας, ενώ εγώ σταμάτησα, είμαι εδώ και περιμένω; σαν σε μεγάλο, σφιχτοδεμένο σάκο που κουβαλάτε στην πλάτη, σαν έναν άπιαστο νόμο της βαρύτητας, σαν να ‘ταν ανύπαρκτα και να γίνονταν υπαρκτά παίρνοντας το σχήμα μιας επιθυμίας˙ σαν τους κράχτες μπροστά στα στριπτιζάδικα που σε αρπάζουν απ’ το μπράτσο, όταν γυρνάς να κοιμηθείς τη νύχτα, και σου γλιστρούν στ’ αυτί: είναι εδώ απόψε η έτσι. Ενώ αν μου τα δείχνατε, αν δίνατε όνομα στην προσφορά σας, πράγματα νόμιμα ή παράνομα, αλλά με όνομα, άρα τουλάχιστον προς εκτίμηση, αν μου τα ονομάζατε, θα ήξερα να πω όχι, και δεν θα ένιωθα πια σαν το δέντρο που το τραντάζει ένας άνεμος που ‘ρχεται απ’ το πουθενά και του δονεί τις ρίζες. Γιατί ξέρω να λέω όχι και μ’ αρέσει να λέω όχι, είμαι ικανός να σας θαμπώσω με τα όχι μου, να σας κάνω να ανακαλύψετε όλους τους πιθανούς τρόπους να λες όχι, που ξεκινούν με όλους τους πιθανούς τρόπους να λες ναι, σαν τις κοκέτες που δοκιμάζουν όλα τα μπλουζάκια κι όλα τα παπούτσια για να μην πάρουν τελικά κανένα, και η ικανοποίηση που νιώθουν να τα δοκιμάζουν όλα είναι φτιαγμένη από την ικανοποίηση που νιώθουν όλα να τα αρνούνται. Αποφασίστε το, δείξτε το πρόσωπό σας: είστε θεριό που ραγίζει τα μπετά ή είστε έμπορος; σε αυτή την περίπτωση απλώστε πρώτα την πραμάτεια σας, και καθόμαστε μετά να την περιεργαστούμε.