Αφού λοιπόν ηττηθήκαμε, δεν έχουμε παρά να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή. Η ανάπαυλα που μας δόθηκε απ’ το τέλος της πρώτης πράξης του κινήματος έως την έναρξη της δεύτερης, μας δίνει, ευτυχώς, τον χρόνο για ένα απολύτως αναγκαίο κομμάτι της δουλειάς μας: την αναζήτηση των αιτιών που αναπόδραστα πυροδότησαν την τελευταία εξέγερση και ταυτόχρονα την οδήγησαν σε ήττα.
Ένγκελς, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία (1851)
1.
Η κοινωνία αυτή, στην εσωτερική της κατάρρευση, δεν βρήκε καλύτερο κόλπο να στήσει στους αντιπάλους της από το να δανειστεί απ’ αυτούς τη νέα υποκατάστατη ηθική της. Στο τελικό στάδιο του μηδενισμού, η καταπίεση θα εκφράζεται λοιπόν με το λεξιλόγιο της οικολογίας, του φεμινισμού και του αντιρατσισμού. Οι φασίστες βρίσκονται, κατά συνέπεια, στην ευνοϊκή θέση να παρουσιάζονται σαν οι πραγματικοί υπερασπιστές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αντι-ηγεμονικής εναλλακτικής και, εν τέλει, της επανάστασης.
2.
Ήγγικεν η ώρα του Barbieφεμινισμού και της Pfizerαριστεράς, των αναρχικών υπέρ της λογοκρισίας και των αυτόνομων υπέρ του ΝΑΤΟ, της αυταρχικής οριζοντιότητας, της πράσινης πυρηνικής ενέργειας και του εμβολιαστικού σταλινισμού, των βομβαρδισμών για τα δικαιώματα του LGBTQIA+ και του αντίπαπα — ο πάπας που σε θέματα μεταναστών, οικολογίας, κριτικής στον καπιταλισμό, πολέμου ή ιεραρχίας, παραπέμπει τον αριστερισμό στην κενότητά του παραπέμποντάς τον στις ρίζες του.
3.
Τίποτα δεν είναι πιο σοβαρό, και πιο σοβαρά σύγχρονο, από τη θεολογία. Η άγνοια της θεολογίας είναι αυτή που της επιτρέπει να διαιωνίζει τη βασιλεία της, υπό το προσωπείο της πολιτικής, της οικονομίας, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, ως και της καθημερινότητας. Για να υπερβούμε τη θεολογία, θα πρέπει να υπερβούμε την άγνοιά μας γι’ αυτή. Άθεοι, λίγη ακόμα προσπάθεια αν θέλετε να είστε επαναστάτες!
4.
«Παρατηρούμε μια πραγματική μανία εκθειασμού του φεμινισμού, με την κοινωνία να φτάνει μέχρι και να τον προωθεί […] Οι τρόποι είναι πολλοί και ύπουλοι, και μπορεί, έστω και άθελά μας, να μας επηρεάσουν και να μας παγιδεύσουν. Η ανάγκη των γυναικών για αναγνώριση υποθάλπεται από ένα κλίμα συμφέροντος και από απτές ευκαιρίες. Η κοινωνία άρχισε να αποδέχεται τις παραδοχές του φεμινισμού χωρίς να αντιλαμβάνεται την εξέλιξη που ωστόσο τις αποσαφηνίζει. Βλέπει στον φεμινισμό μια ιδεολογία, με άλλα λόγια μια εξουσία, και ως τέτοια τον σέβεται γιατί επικυρώνει —αντί να κλονίσει— ό,τι θέλουμε να ανατρέψουμε» (Carla Lonzi, Ecrits, voix d’Italie, 1977).
5.
«Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να υποκατασταθεί ο μύθος των εργατικών τάξεων φορέων του μέλλοντος των αξιών, με τον μύθο της προστασίας του περιβάλλοντος, της διαφύλαξης της βιόσφαιρας που εξίσου μπορεί να πάρει ολική, ολοκληρωτική τροπή […] Η βιομηχανία δεν ζητάει άλλο από το να χρησιμοποιήσει το οικολογικό κίνημα όπως χρησιμοποίησε το συνδικαλιστικό, και να ανασχηματίσει κατά το δοκούν το κοινωνικό πεδίο […] Το οικολογικό κίνημα, κατά τη γνώμη μου, πρέπει πρωτίστως να ασχοληθεί με το δικό του κοινωνικό και πνευματικό οικοσύστημα.» (Felix Guattari, Chimères n° 28, 1991-1992).
6.
Το εργατικό κίνημα ηττήθηκε επειδή άσκησε κριτική στην αστική κοινωνία στη γλώσσα της — τη γλώσσα της οικονομίας. Και βρίσκονται σήμερα ελαφρόμυαλοι να διατείνονται ότι αψηφούν την κοινωνία της κυβερνητικής στη γλώσσα της — τη γλώσσα της οικολογίας. Αν η κοινωνία αυτή βλέπει με τόσο καλό μάτι τους εν λόγω ακτιβιστές είναι επειδή σκοπεύουν να μας σύρουν σε παρόμοια ήττα.
7.
Ο συγγραφέας οικολογικής επιστημονικής φαντασίας Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον δήλωσε πρόσφατα: «Συναντώ πολλούς τεχνοκράτες, και κάποιοι από αυτούς θα ήθελαν να υπάρχει περισσότερος ακτιβισμός […] Η συνέργεια και οι συμμαχίες ανάμεσα στους τεχνοκράτες, τους ακτιβιστές και τις μαζικές δράσεις των πολιτών είναι κάτι το εφικτό.» Ουδείς συμμαχεί με ισχυρότερό του χωρίς να γίνει, συνειδητά ή όχι, υποτελής του. Ότι δρας καθοδηγούμενος από το υποσυνείδητό σου δεν υπήρξε ποτέ δικαιολογία.
8.
Οι οικολόγοι ακτιβιστές έρχονται να εξαντλήσουν τους τελευταίους υποκειμενικούς πόρους κινητοποιώντας τους μάταια ενάντια σε αυτούς που «εξαντλούν τους φυσικούς πόρους». Όπως κι οι «εχθροί» τους, ποσώς τους νοιάζει πώς δημιουργούνται και αναπαράγονται τόσο πολύτιμοι πόροι — θάρρους, ενθουσιασμού, εμπιστοσύνης, γνώσεων. Εξορύκτες με τον τρόπο τους, λαχταρούν να τους αναγνωρίσει σαν ισότιμους συνομιλητές η άλλη μαφία εξορυκτών, οι ακτιβιστές.
9.
Οικολογία είναι το όνομα ενός προβλήματος, όχι μιας λύσης. Όταν ένας πολιτισμός λυγίζει, όταν επομένως γίνεται προβληματικός ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται τα προβλήματά μας, δεν υπάρχει πουθενά «λύση». «Οι οικολόγοι μάς μαθαίνουν πώς και γιατί διακυβεύεται το μέλλον του ανθρώπου. Είναι όμως δουλειά του ανθρώπου και όχι του οικολόγου να αποφασίσει για το μέλλον του.» (Georges Canguilhem, La question de l’écologie, 1973).
10.
Ο Λόγος της προόδου επέτρεψε στο Κεφάλαιο να ξεπεράσει κάθε εκ των έσω αντίσταση στις καταστροφές που προϋπέθετε ο εκσυγχρονισμός. Η λειτουργία του δεν είχε να κάνει τόσο με τη νομιμοποίηση όσο με την άρση των αναστολών. Υπηρέτησε σκοπούς περισσότερο εσωτερικής πειθούς παρά εξωτερικής. Σήμερα η αποδοτικότητά του είναι σχεδόν μηδενική, αν όχι αρνητική. Κρίνοντας από τα αποτελέσματά της, κανείς δεν μπορεί πια να πιστέψει στην πρόοδο. Παραδόξως, τη θέση του πήρε ο Λόγος της οικολογίας. Με τη βιοοικονομία της και το green new deal της, η οικολογία είναι πλέον αυτή από την οποία το Κεφάλαιο θα αντλεί δύναμη για να συνεχίσει να κάνει ό,τι έκανε πάντα: να κινητοποιεί, να εκμεταλλεύεται, να ρημάζει, να σφαγιάζει, να παράγει. Ο Λόγος της οικολογίας δεν είναι αυτό παρά το οποίο όλα συνεχίζονται όπως πριν, αλλά αυτό που επιτρέπει τη διαιώνιση του business as usual και την επέκταση του ολέθρου. Στο μέλλον, τις βιοτεχνολογίες, την πυρηνική ενέργεια και τη γεωμηχανική θα τις έχουμε στο όνομα της οικολογίας.
11.
Ο ύστατος τρόπος που βρέθηκε για να κλείσουν οι γυναίκες το στόμα τους είναι να τους επιτρέπεται να μιλάνε μόνο ως «εμείς, οι γυναίκες». Ο αντιφεμινισμός πραγματώνεται ως φεμινισμός με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο αντιοικολογισμός πραγματώνεται ως οικολογισμός.
12.
Η σημερινή κοινωνική κατάσταση είναι παραισθητική. Οι καλύτερες κατηγορίες πολιτικής ανάλυσης είναι οι ψυχοπαθολογικές˙ αρκεί να μην τις ψάξουμε στο Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών. Η απανταχού οργουελική βασιλεία του ψεύδους δεν είναι κακό, είναι αρρώστια.
12α.
Ο σύγχρονος μηδενισμός εκφράζει σε υπαρξιακό επίπεδο την εξής συνήθη υλική κατάσταση: το καθεστώς ολόπλευρης εξάρτησης από τις υποδομές του Κεφαλαίου. Δεν είναι υγιές η ζωή σου να κρατιέται, μέρα τη μέρα, από τα χέρια του δημίου σου.
13.
Το σύμπτωμα είναι η διέξοδος ενός αδιέξοδου πόνου. Όποιος δεν βρίσκει πουθενά στην Ιστορία που του διηγούνται το νήμα που τον οδηγεί στον κόσμο μέσα στον οποίο γεννήθηκε, δεν μπορεί να βρει το νήμα της ζωής του. «Οι πατέρες έφαγαν άγουρα σταφύλια, και μούδιασαν τα δόντια των παιδιών τους.»
14.
Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ιστορία κι αυτοί που την αφηγούνται. Αυτοί που γράφουν ιστορία ξέρουν ότι αυτοί που την αφηγούνται λένε ψέματα, όμως το ψέμα είναι και η προϋπόθεση για να συνεχίσουν να τη γράφουν, ανενόχλητα.
15.
«Οι ρώσοι στρατιωτικοί, στη σοβιετική Ρωσία, έμαθαν στους Γερμανούς την τακτική της αρματομαχίας χάρη στην οποία κατατρόπωσαν τη Γαλλία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο˙·κι επίσης σοβιετικά στελέχη εκπαίδευσαν τους πρώτους γερμανούς πιλότους εφόδου, που ήταν η μεγάλη έκπληξη των αρχών του ίδιου πολέμου.» (Franz Jung, Der Weg nach unten) Τον Αύγουστο του 1936, ήτοι μετά το ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου, σύσσωμη η Κεντρική Επιτροπή του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος υπογράφει έκκληση «για τη σωτηρία της Ιταλίας και τη συμφιλίωση του ιταλικού λαού». Διαβάζουμε: «Οι κομμουνιστές υιοθετούν το φασιστικό πρόγραμμα του 1919, πρόγραμμα ειρήνης, ελευθερίας και υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων, και σας λένε: ας αγωνιστούμε μαζί για να πραγματοποιήσουμε το πρόγραμμα». Κάντε το ό,τι σας φωτίσει!
16.
Ποτέ δεν ήταν τόσο λίγοι όσοι μιλούν στο όνομά τους όσο σ’ αυτή την κοινωνία του γενικευμένου ναρκισσισμού. Από το εγώ σε κρατάει η κοινωνική μαγεία. Το να ενεργείς πέρα από το εγώ δεν είναι ηθική εντολή, είναι στρατηγική προϋπόθεση.
17.
Κατά βάθος, ο ακτιβισμός είναι από τη φύση του βασικά θεραπευτικός. Αν βάλουμε κατά μέρος τις πρόσκαιρες μιντιακές δίνες που μπορεί να προκαλέσει, η μόνη του αποτελεσματικότητα είναι ότι κάνει τον ακτιβιστή να «νιώθει καλύτερα με τον εαυτό του», ότι του δίνει την ξεχωριστή αίσθηση πως δεν είναι «σαν όλους τους άλλους» — την παθητική μάζα των αποχαυνωμένων και των άνιωθων κωλόπαιδων. Ο ισχυρισμός του ακτιβιστή ότι δρα «για τους άλλους», «για τον πλανήτη», «για το καλό», είναι μια στρεβλή τροπικότητα του ναρκισσισμού και της γενικευμένης αυτο-προώθησης. Σ’ αυτή την εμπορία συγχωροχαρτιών, το μόνο που κάνει είναι να καλλιεργεί, με πρόσχημα θεμελιακά και γενναιόδωρα κίνητρα, την ατομική του ηθική προαγωγή.
18.
Η μίξη συνεργασίας και ανταγωνισμού, πληροφόρησης και απόκρυψης, ειρήνευσης και πολέμου, λελογισμένης ορθολογικότητας και καθαρής τρέλας, ξέφρενου ατομισμού και κοινωνικών προσταγών που συνθέτουν την παρούσα αυτοκρατορική κοινωνία, κατασκευάστηκε με τη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η θεωρία αυτή αναπτύχθηκε στο ίδιο μέρος της Καλιφόρνιας όπου στη συνέχεια επινοήθηκαν όλοι οι εξατομικευμένοι μηχανισμοί της κυβερνητικής των οποίων συνιστά τον θεμελιώδη κώδικα. Στο ερώτημα «τι εφαρμόζουν οι εφαρμογές;», η απάντηση είναι απλή: τη θεωρία παιγνίων.
19.
Οι επινοητές της θεωρίας παιγνίων, τη δεκαετία του 1950, στην καφετέρια της Rand Corporation όπου δούλευαν, συνήθιζαν να παίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι δικής τους έμπνευσης˙ το έλεγαν «Fuck your buddy!». «Fuck your buddy» είναι η υπονοούμενη ηθική όλων των σημερινών κοινωνικών σχέσεων — αισθηματικών ή επαγγελματικών, φιλικών ή εμπορικών, εικονικών ή πραγματικών. Δεν υπάρχει κάτι λιγότερο διασκεδαστικό από την καθολική παιγνειοποίηση. Ως και ο αριθμός «φίλων» έχει γίνει πεδίο ανταγωνισμού, οπότε και η συμπάθεια μια στιγμή της γενικής αντιπαλότητας.
20.
Οι κοινωνικές μυθοπλασίες είναι από τη φύση τους αποτελεσματικές. Στην παλαιά μυθοπλασία, ο άνθρωπος ήταν ιδιοκτήτης της εργατικής του δύναμης και την πουλούσε στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Το υποκείμενο παρέμενε ελεύθερο ως και στην υποταγή του, και κυρίαρχο ως και στην αλλοτρίωση του χρόνου και της δύναμής του. Η αξιοπρέπεια, η ακεραιότητά του ήταν αιώνιες, έστω κι αν καθημερινά παραβιάζονταν. Αυτό ήταν το υποκείμενο του κλασικού ανθρωπισμού, για το οποίο νομικοί και στρατευμένοι μας μιλούν πάντα με ένα τσίμπημα νοσταλγίας στην καρδιά, αλλά δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την οριστική του λήξη ως κοινωνική μυθοπλασία. Κυρίαρχη πλέον είναι η μυθοπλασία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το υποκείμενο του ανθρώπινου κεφαλαίου ορίζεται σαν το άθροισμα του κοινωνικού κεφαλαίου του, του κεφαλαίου υγείας του, του σχεσιακού κεφαλαίου του, του πολιτιστικού κεφαλαίου του, του κεφαλαίου μαλλιών του, κλπ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ιδιοκτήτης του κεφαλαίου που είναι. Είναι το κοινωνικό του κεφάλαιο, το κεφάλαιο υγείας του, το σχεσιακό του κεφάλαιο, το πολιτισμικό του κεφάλαιο, το κεφάλαιο φήμης του, το κεφάλαιο μαλλιών του, κλπ. Και δεν πρόκειται για πράγματα που μπορεί να τα νοικιάσει, να τα αλλοτριώσει ή να τα διαθέσει σε άλλους χωρίς να τα χάσει αυτοστιγμεί, χωρίς να χαθεί ο ίδιος. Οπότε τα φροντίζει ακόμα περισσότερο. Ούτε πρόκειται για πράγματα που υπάρχουν αφ’ εαυτού, έξω από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που τους δίνουν οντότητα και άρα πρέπει να πληθαίνουν συνέχεια. Τα κεφάλαια αυτά υπάρχουν μόνο όταν ενεργοποιούνται, συντηρούνται, συσσωρεύονται, αγαπιούνται, μεγιστοποιούνται, κοντολογίς παράγονται κάθε στιγμή και με κάθε αλληλεπίδραση – αφού η υποτίμησή τους καραδοκεί. Το υποκείμενο του ανθρώπινου κεφαλαίου, περισσότερο υπηρέτης του κεφαλαίου παρά κύριος του εαυτού του, περισσότερο επιχειρηματίας του εαυτού του παρά νηφάλιος ιδιοκτήτης της ύπαρξής του, μόνο τις στρατηγικές αλληλεπιδράσεις γνωρίζει, και οφείλει να βελτιστοποιεί την έκβασή τους. Η θεωρία παιγνίων, που δεν απαγορεύει καμία προσποίηση, κανένα ψέμα, καμία προδοσία προκειμένου να κατακτηθεί ο στόχος, είναι η θεωρία αυτού του «υποκειμένου», του εντελώς εφήμερου, με προγραμματισμένη ημερομηνία λήξης και με τόσο ελλιπή συνοχή που μπορεί να κανσελαριστεί με το παραμικρό παραπάτημα, ανάλογα με τις αιφνίδιες αλλαγές της κοινής γνώμης και του τρέχοντος κώδικα. Η μετατροπή του ανθρώπινου όντος σε αυτό το κενό, φρενήρες και αγχώδες υπολογιστικό κέντρο, είναι η ανθρωπολογική μετάλλαξη που τα κοινωνικά δίκτυα ήρθαν να επιστεγάσουν.
21.
Σαν ζηλιάρα ερωμένη, η κοινωνία αυτή θεωρεί συγκινητικό δείγμα αφοσίωσης όταν ένα μέλος της δέχεται, για χάρη της και για χάρη των ξινισμένων «αξιών» της, να προδώσει ένα φίλο, έναν κοντινό, ένα συγγενή. Αυτό που προχωρά, πίσω από το μιντιακό τελετουργικό της δημόσιας εξομολόγησης, είναι μια κοινωνία προδοσίας — μια κοινωνία όπου η αμοιβαία προδοσία, δηλαδή η ανά πάσα στιγμή δυνατότητά της, ισοδυναμεί με νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Η παρρησία που λούζει τους θεατές είναι εκείνη που δεν βρήκε θέση στις σχέσεις τις οποίες θέτει υπό αίρεση, και που με τις δηθενιές της μετατρέπει οριστικά σε σκιές.
22.
Η υποχρέωση ιδεολογικής ευθυγράμμισης που επιβλήθηκε στους πολίτες στην επιχείρηση Κόβιντ —ακολουθήσε η επιχείρηση Ουκρανία, η επιχείρηση Κλίμα και η επιχείρηση Παλαιστίνη— ήταν η ευκαιρία της εξέγερσης των μετρίων που πάντα συνοδεύει τον εκφασισμό των κοινωνιών.
23.
Ο φασισμός ήδη κέρδισε όταν οι πάντες παραιτήθηκαν από το να σκεφτούν το «επεισόδιο Κόβιντ». Ο καθένας είδε τότε τι άξιζε ο «πολιτισμός», και πόσο οι «κριτικοί διανοούμενοι» ήταν πιο δεμένοι με την κοινωνική τους θέση παρά με τη σκέψη τους. Την περιφρόνηση του πολιτισμού και της διανόησης επισφράγισε με τη συνένοχη σιωπή της η βρικολακιασμένη αριστερά, πρώτου ποδοπατηθεί από τους φασίστες
24.
Όσοι ισχυρίζονται ότι κάπου υπάρχει μια συγκροτημένη δύναμη, ένα κίνημα όπου θα στηριχθεί η δυνατότητα μιας επανάστασης, ή έστω ικανό να αντικρούσει τις κυβερνητικές σκευωρίες, δεν απατούν απλώς εαυτόν και αλλήλους. Καταλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό το πεδίο, εμποδίζουν την ανάδυση κάτι καινούργιου, ικανού ν’ αρπάξει την εποχή και να την πνίξει.
25.
Η ανάγκη της παραισθητικής ύπαρξης κινήματος οφείλεται στο ότι, για μερικούς χαμένους, η μυθοπλασία αυτή συνιστά κοινωνική υπόσταση: «είμαι κι εγώ κομμάτι του». Είναι πράγματι σύνηθες, όταν δεν ξέρεις τι θέλεις, να καταλήγεις να θέλεις να υπάρχεις — κι άρα, μοιραία, να μην τα καταφέρνεις, αφού η ύπαρξη δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα βούλησης. Κάποιοι μάλλον πίστεψαν ότι στην επανάσταση μπορεί να εφαρμοστεί η οδηγία «fake it until you make it» που πετυχαίνει μια χαρά στην οικονομία των σταρτάπ.
26.
Ενόσω τα κοινωνικά δίκτυα απορροφούσαν τη μερίδα του λέοντος της κοινωνικής ύπαρξης και της σχετικής αξιοποίησης, οι στρατευμένοι ριζοσπάστες, ανεπαίσθητα, εισχώρησαν σε μια περιθωριακή υποκατηγορία των εν λόγω δικτύων, η οποία τους κατάπιε σχεδόν ολοκληρωτικά. Το ότι είναι ανέφικτο, και τελικά περιττό, να έχεις πραγματική στρατηγική έπεται λογικά. Στο εξής, τα κοινωνικά κινήματα χρησιμεύουν καταρχήν σαν βάση για την ατομική ύπαρξη των στρατευμένων στα κοινωνικά δίκτυα. Αν αυτά τα κινήματα δεν οδηγούν πουθενά, αν είναι τόσο αδιάφορο αν θα καταλήξουν σε νίκη ή σε ήττα, είναι επειδή ήδη ικανοποιούν επαρκώς την επαρκή αυτή λειτουργία.
27.
Καθώς για τον ακτιβιστή ο λόγος ύπαρξης της δράσης σχετίζεται με τις εικόνες που θα παραχθούν, και δη με την πολιτικάντικη εκμετάλλευσή τους, δεν συντρέχει λόγος να σκανδαλιζόμαστε με τη στρατηγική διαστροφή ή με την αδιαφορία τακτικής των δράσεων. Η πραγματική αποτελεσματικότητα της πράξης βρίσκεται έξω της, στις μιντιακές παρενέργειες που θα πρέπει να προκαλέσει. Με αυτή την έννοια, ο σοβαρός τραυματισμός κάποιου δεν είναι απαραίτητα απώλεια, και μια ισοπεδωτική ήττα μπορεί να μετατραπεί σε καθαρή επιτυχία, αρκεί να μην παραείμαστε ευαίσθητοι στον πόνο των θυμάτων.
28.
Η άτοπη θριαμβολογία, σε συνδυασμό με την αφωνία για την ήττα αφού αυτή ολοκληρωθεί, αποτελεί, για τους ακτιβιστές αλλά και για τους συνδικαλιστές, μια από τις πιο διεστραμμένες μορφές που παίρνει, στα αριστερά, ο έρωτας της ήττας. Ο εορτασμός ανύπαρκτων νικών έρχεται τεχνηέντως να κρύψει την τελική οπισθοχώρηση ή, συχνότερα, την πλήρη έλλειψη στρατηγικής. Πρέπει να αναλογιστούμε, χωρίς καμία παραδοξότητα, ότι πραγματικοί ηττοπαθείς είναι αυτοί που, μονίμως θετικοί, χειροκροτούν και αλληλοσυγχαίρονται ασταμάτητα. Κι ότι όσοι ασκούν, χωρίς συγκαταβάσεις, κριτική στο «κίνημα» αποδεικνύουν καθαρά ότι αρνούνται να ηττώνται βλακωδώς, και ως εκ τούτου ότι είναι αποφασισμένοι να νικήσουν.
29.
Υπάρχουν αυτοί που θέλουν να νικήσουν και αυτοί που θέλουν να αναγνωριστούν — αυτοί δηλαδή που θεωρούν νίκη την αναγνώριση. Η πραγματική νίκη δεν αφορά τον εχθρό, αλλά τη δυνατότητα, αφού η τακτική σου έχει πετύχει, να ξεδιπλώσεις τα δικά σου σχέδια. Αρκεί βέβαια να έχεις.
30.
Ο τρόπος με τον οποίο ξαφνικά, στο διαπλανητικό σκαμπίλι με πρόσχημα τον κόβιντ, δεν υπήρχε κανένας απέναντι στην κυβέρνηση, ενέχει μια άλλη υπόθεση: ότι όλος ο κόσμος είναι αλλού.
31.
Το προνόμιο της πολιτικής συνείδησης είναι ανύπαρκτο. Κανείς δεν αποδείχθηκε, τα τελευταία χρόνια, ότι απατάται περισσότερο από όσους θεωρούν ότι είναι «πολιτικοποιημένοι». Κανείς δεν υπήρξε πιο χαζός από τους «καλλιεργημένους». Αυτούς που μαζί τους θα κάνουμε την επανάσταση πρέπει να τους αναζητήσουμε οπουδήποτε αλλού πλην μεταξύ των «πολιτικοποιημένων» — έχουν πολύ κοινωνικό κεφάλαιο να χάσουν για να μην αποδεικνύονται χαζοί και δειλοί.
32.
Δεν θα έχετε πια νέα μας, ή μόνο παρεμπιπτόντως. Αποδρούμε από τον δημόσιο χώρο σας. Περνάμε στην πλευρά της αληθινής οικοδόμησης δυνάμεων, και μορφών. Περνάμε στην πλευρά της συνωμοσίας, στην πλευρά του ενεργού συνωμοτισμού. We are «exiting the vampire’s castle». See you on the outside!
33.
Να πιστεύουμε αρκετά αυτό που σκεφτόμαστε για να μην το λέμε. Να πιστεύουμε αρκετά αυτό που κάνουμε για να μην τρέφουμε το κοινό του. Να αφήσουμε στους χριστιανούς, και τους αριστερούς, την ευχαρίστηση να διαφημίζουν μάρτυρες.
34.
Μόνο ό,τι χτίσουμε θα υπάρξει. Η επανάσταση είναι τόσο αναγκαία ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κανείς να σώσουμε. Το κεντρικό πολιτικό ζητούμενο του 21ου αιώνα είναι πώς δημιουργούνται συλλογικές πραγματικότητες που δεν βασίζονται στη θυσία.
35.
«Από εκεί θέλουμε να συμβάλουμε, σαν συλλογικό μέτωπο κύματος, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για μια ηθική πολιτισμική αλλαγή, η οποία θα μας βγάλει από την παγίδα της τωρινής πολιτισμικής συγκατοίκησης που εστιάζει σε σχέσεις δυσπιστίας και ελέγχου, κυριαρχίας και ανταγωνισμού, χαρακτηριστικές του πατριαρχικού-μητριαρχικού πολιτισμού που συντηρούμε σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη.» (Humberto Maturana & Ximena Davila, Habitar Humano)
36.
Αυτοί που κέρδισαν τον πόλεμο όλο τη λέξη «ειρήνη» πιπιλάνε. Αυτοί που ιδιοποιήθηκαν τα πάντα μιλάνε μόνο για συμπερίληψη. Αυτοί που διακατέχονται από τον τελευταίο κυνισμό προστάζουν καλοβουλία. Πέτυχαν μάλιστα και το θαύμα να ασπαστούν τις «αξίες» αυτές σχεδόν όλοι οι αριστεροί και οι στρατευμένοι της πλάσης. Κι έτσι κατάφεραν να πνίξουν ακόμα και τη δυνατότητα μιας επανάστασης. Πράγματι, οι νικητές είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι συμπεριληπτική επανάσταση δεν υπάρχει, δεδομένου ότι κατ’ ελάχιστο θα τους απέκλειε με βία. Ούτε καλόβουλη ή οικολογική επανάσταση υπάρχει — εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι το να καις παλάτια, να έρχεσαι αντιμέτωπος με ένοπλες δυνάμεις ή να σαμποτάρεις σημαντικές υποδομές ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. «Μόνο η βία βοηθά εκεί που η βία βασιλεύει», έλεγε ο Μπρεχτ. Η ειρήνη, για τους νικητές, είναι η αιωνιότητα της νίκης τους.
37.
Τα μαλακισμένα χρησιμοποιούν όλες τις πιθανές ανθρωπιστικές ιδεολογίες για να αποτραπεί κάθε σαφής διαίρεση στο εσωτερικό της ανθρωπότητας, που φυσικά θα ήταν εις βάρος τους. Είμαστε οι αγωνιστές για ένα κόσμο χωρίς μαλακισμένα. Μας φαίνεται ένα στοιχειώδες, συνεκτικό και ικανοποιητικό πρόγραμμα.
38.
Το να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τους καργιόληδες, και για αρχή το να αποδεχτούμε ότι υπάρχουν, είναι η απαρχή της δύναμής μας: ο αναλφαβητισμός και η αδιαφορία για την ηθική ωφελεί φυσικά τους καργιόληδες.
39.
Το Κόμμα δυναμώνει με την εκκαθάρισή του από τα οπορτουνιστικά, μηδενιστικά, σκεπτικιστικά, κοβιντικά, διαστροφικά, ναρκισσιστικά, μεταμοντέρνα, κλπ, στοιχεία του.
40.
Δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια αληθινή συλλογική δύναμη παρά μόνο με όσους έπαψαν να φοβούνται να είναι μόνοι.
Moses Dobruška, Νοέμβριος 2023
Μετάφραση από τα γαλλικά: Μυρτώ Ράις, Ιούνιος 2024