Λένε πως οι μεταφράσεις ζουν γύρω στα 30 χρόνια, και φέτος κλείνουν ακριβώς τόσα από τη μετάφραση που σύστησε τον Μπερνάρ-Μαρί Κολτές στο ελληνικό κοινό, αυτή της Μάγιας Λυμπεροπούλου του «Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» - ο δικός της τίτλος ήταν κατάτι διαφορετικός.
Όταν ο Πατρίς Σερώ, πριν ακόμα γίνει σκηνοθέτης έργων που ο Κολτές γράφει ειδικά γι’ αυτόν, όταν λοιπόν διαβάζει για πρώτη φορά κείμενό του, τα χάνει με τον «εντελώς ανήκουστο τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα». Τη δε «Νύχτα», ομολογεί ότι δεν την καταλαβαίνει καθόλου: η εικοσασέλιδη μοναδική πρόταση του «δημιουργεί πανικό» (κόμματα, παύλες, παρενθέσεις, μια μόνο τελεία!). Σήμερα πια, το τότε ανοίκειο, μας είναι κοντινό. Ακούμε τη μουσική του, νιώθουμε τον τρόπο του. Είναι ώρα να μεταφραστεί το έργο από την αρχή.
Είναι γνωστές οι δυσκολίες μιας μετάφρασης. Η χαρά της συνομιλίας με τον απόντα συγγραφέα γειτνιάζει διαρκώς με το αίσθημα μοναξιάς και προδοσίας. Όπλο και παρηγοριά, η επιστροφή ξανά και ξανά στη λέξη που αντιστέκεται και στον ρυθμό που σπάει τη ροή, η συνεχής δοκιμασία της μεγαλόφωνης ανάγνωσης, η έγνοια να εξαφανιστεί η μεταφραστική χειρονομία ώστε με τον καιρό το κείμενο να ακούγεται σαν να 'ταν γραμμένο στα ελληνικά.
Το έναυσμα για την παρούσα μετάφραση έδωσε ο Γιώργος Σκαρλάτος που την σκηνοθέτησε και την ερμήνευσε παρέα με τον Δημήτρη Ροΐδη, για δύο χρονιές - το 2023 και το 2024.
Καθώς η έκδοσή της εμποδίζεται από αποκλειστικότητες και λοιπά εμπορικά συμφέροντα, παραθέτω παρακάτω ένα μέρος της. Το σύνολο του κειμένου περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της παράστασης και είναι στη διάθεση όποιου το θελήσει. - ΜΡ
Έστριβες τη γωνία του δρόμου όταν σε είδα, βρέχει, κανείς δεν είναι στα πάνω του όταν βρέχει στα μαλλιά και στα ρούχα, όμως παρόλ’ αυτά τόλμησα, και τώρα που είμαστε εδώ, που δε θέλω να κοιταχτώ, θα ’πρεπε να στεγνώσω, να γυρίσω εκεί κάτω να σουλουπωθώ – τα μαλλιά τουλάχιστον να μην αρρωστήσω, κατέβηκα πάντως πριν από λίγο, να δω αν γίνεται να σουλουπωθώ, όμως κάτω στέκονται τα κωλόπαιδα: όσο στεγνώνω τα μαλλιά, αυτοί δεν κουνιούνται, τσούρμο ο ένας δίπλα στον άλλο, παραμονεύουν πίσω απ’ την πλάτη σου, και ανέβηκα – ίσα που κατούρησα – με τα ρούχα μούσκεμα, έτσι θα μείνω, μέχρι να βρω δωμάτιο: μόλις βολευτούμε κάπου, θα τα βγάλω όλα, γι’ αυτό ψάχνω δωμάτιο, γιατί σπίτι μου δεν γίνεται, δεν μπορώ να επιστρέψω, – όχι όμως για όλη τη νύχτα –, γι’ αυτό κι εσύ, όταν έστριβες, εκεί, τη γωνία του δρόμου, που σε είδα, έτρεξα, σκέφτηκα: τι πιο εύκολο απ’ το να βρεις δωμάτιο για μια νύχτα, για λίγη νύχτα, αν το θες αληθινά, αν τολμάς να το ζητήσεις, παρά τα βρεγμένα ρούχα και τα βρεγμένα μαλλιά, παρά τη βροχή που με κάνει να τα χάνω αν κοιταχτώ σε καθρέφτη – ακόμα όμως και να μην το θες, δύσκολο να μην κοιταχτείς, τόσους καθρέφτες έχει εδώ, στα καφενεία, στα ξενοδοχεία, που πρέπει να τους έχεις πίσω σου, όπως τώρα που είμαστε εδώ, και κοιτάνε εσένα, εγώ τους έχω γυρισμένη την πλάτη, πάντα, ακόμα και σπίτι μου, όμως είναι παντού, όπως κι εδώ, μέχρι και στα ξενοδοχεία εκατό χιλιάδες καθρέφτες σε κοιτάζουν, και πρέπει να τους αποφεύγεις – αφού σχεδόν από πάντα μένω σε ξενοδοχείο, λέω: σπίτι μου από συνήθεια, αλλά είναι ξενοδοχείο, εκτός από απόψε που δεν γίνεται, αλλιώς εκεί είναι σπίτι μου, κι αν μπω σε δωμάτιο ξενοδοχείου, είναι τόσο παλιά η συνήθεια, που σε τρία λεπτά το κάνω στ’ αλήθεια σπίτι μου, με μικροπράγματα, που γίνεται σαν να ’μενα εκεί από πάντα, που το κάνουν κανονικό μου δωμάτιο, εκεί που ζω, με όλες μου τις συνήθειες, όλους τους καθρέφτες κρυμμένους και μικροπράγματα, σε σημείο που, άμα κάποιου του ’ρχότανε να με βάλει ξαφνικά να ζήσω σε δωμάτιο σπιτιού, να μου δώσουν ένα δωμάτιο όπως θέλουν να ’ναι, σαν τα διαμερίσματα με τις οικογένειες, θα το έκανα, μπαίνοντας, δωμάτιο ξενοδοχείου, μόνο και μόνο ζώντας μέσα, εγώ, από συνήθεια – αν μου έδιναν κάτι σαν καλύβι, όπως στις ιστορίες, στη μέση ενός δάσους, με μεγάλα δοκάρια, μεγάλο τζάκι και μεγάλα έπιπλα που δεν έχεις ξαναδεί, εκατό χιλιάδες χρόνια παλαιότητας, όταν θα μπω εγώ, με το τίποτα και σε μηδέν χρόνο, στο κάνω ίδιο με δωμάτιο ξενοδοχείου, να νιώθω σαν στο σπίτι μου, κρύβω το τζάκι πίσω από τα στοιβαγμένα έπιπλα, καλύπτω τα δοκάρια, αλλάζω ύφος στα πάντα, πετάω όλα εκείνα τα πράγματα που δεν τα βλέπουμε ποτέ και πουθενά, εκτός από τις ιστορίες, και τις ιδιαίτερες μυρωδιές, τις μυρωδιές οικογένειας, και τις παλιές πέτρες, και τα παλιά μαύρα ξύλα, και τα εκατό χιλιάδες χρόνια παλαιότητας που περιφρονούν τα πάντα, που σε κάνουν ξένο, που ποτέ δεν σ’ αφήνουν να πιστέψεις πως είσαι εντελώς σπίτι σου, τα πετάω όλα και την παλαιότητα μαζί, γιατί έτσι είμαι, δεν μ’ αρέσουν όσα θυμίζουν πως είσαι ξένος, παρόλ’ αυτά, είμαι κι εγώ λίγο ξένος, σίγουρα φαίνεται, δεν είμαι εντελώς από δω –πάντως φάνηκε με τα κωλόπαιδα κάτω μαζεμένα τσούρμο στην πλάτη μου, αφού κατούρησα, καθώς έπλενα το πουλί μου, – μάλλον οι Γάλλοι είναι όλοι τους τόσο ηλίθιοι, ανίκανοι να φανταστούν, γιατί δεν έχουν δει ποτέ κανέναν να πλένει το πουλί του, ενώ για εμάς είναι παλιά συνήθεια, μου την έμαθε ο πατέρας μου, ακόμα την κρατάμε, κι εγώ πάντα το κρατάω μετά το κατούρημα, και καθώς πλένομαι, πριν λίγο, κανονικά, στο νιπτήρα εκεί κάτω, νιώθοντας πίσω απ’ την πλάτη μου όλα εκείνα τα κωλόπαιδα να στέκονται, έκανα σαν να μην καταλαβαίνω, τον εντελώς ξένο που δεν καταλαβαίνει λέξη απ’ τα γαλλικά των κωλόπαιδων, και τ’ άκουγα όσο πλενόμουν: – μα τι κάνει άραγε αυτός ο μυστήριος ξένος; – βάζει το πουλί του να πιεί νερό – πώς γίνεται να βάζεις το πουλί σου να πιεί νερό; – σαν να μην καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα λέγανε, κι εγώ συνεχίζω, ήρεμα, να του δίνω να πιεί νερό για να αναρωτιούνται μεταξύ τους οι ηλίθιοι οι Γάλλοι, μαζεμένοι πίσω από την πλάτη μου μπροστά στους νιπτήρες: πώς γίνεται να πίνει νερό ένα πουλί και κυρίως πώς γίνεται να διψάει; μετά, όταν τελείωσα με το πουλί μου, διέσχισα το τσούρμο, σαν ξένος πάντα, που δεν καταλαβαίνει λέξη απ’ όσα λέγανε, εύκολο μου είναι, δεν είμαι εντελώς από εδώ, σίγουρα φαίνεται, οι ηλίθιοι οι Γάλλοι οι χωρίς φαντασία δεν έκαναν λάθος, και παρόλ’ αυτά, έτρεξα πίσω σου μόλις σε είδα να στρίβεις τη γωνία του δρόμου, παρά τα κωλόπαιδα που ’ναι στον δρόμο, στα καφενεία, στα υπόγεια των καφενείων, εδώ, παντού, παρά τη βροχή και τα βρεγμένα ρούχα, έτρεξα, όχι μόνο για το δωμάτιο, όχι μόνο γι’ αυτή τη λίγη νύχτα που ψάχνω δωμάτιο, αλλά έτρεξα, έτρεξα, έτρεξα, για να μη βρεθώ αυτή τη φορά, στρίβοντας στη γωνία, σ’ ένα δρόμο άδειο από εσένα, για να μη βρω αυτή τη φορά μόνο βροχή, βροχή, βροχή, για να σε βρω εσένα αυτή τη φορά, στη στροφή της γωνίας, και να τολμήσω να φωνάξω: σύντροφε!, να τολμήσω να σε πιάσω απ’ το μπράτσο: σύντροφε!, να τολμήσω να σε πλησιάσω: σύντροφε, δως μου φωτιά, τίποτα δεν θα σου στοιχίσει σύντροφε, παλιοβροχή, παλιοαέρας, βρωμο-σταυροδρόμι, δεν είναι καλό να γυρνάς εδώ απόψε, ούτε για σένα ούτε για μένα, δεν έχω όμως τσιγάρο, δεν ήταν για να καπνίσω που είπα: φωτιά, σύντροφε, ήταν, σύντροφε, για να σου πω: βρωμογειτονιά, βρωμοσυνήθεια να τριγυρνάς εδώ (τρόπος να πλησιάζεις τους ανθρώπους!), κι εσύ γυρνάς, με τα ρούχα μούσκεμα, κινδυνεύοντας να κολλήσεις την πάσα αρρώστια, δεν σου ζητάω καν τσιγάρο, σύντροφε, δεν καπνίζω άλλωστε, τίποτα δεν θα σου στοιχίσει να σταματήσεις, ούτε φωτιά, ούτε τσιγάρο, σύντροφε, ούτε λεφτά (για να φύγεις μετά! ένα δεκάρικο πάνω ένα δεκάρικο κάτω, το ίδιο μου κάνει απόψε), εξάλλου έχω λεφτά να κεράσω καφέ, κερνάω εγώ, σύντροφε, αντί να τριγυρνάμε μέσα σ’ αυτό το μυστήριο φως, για να μη σου στοιχίσει τίποτα σε πλησίασα – μπορεί να έχω ένα δικό μου τρόπο να πλησιάζω τους ανθρώπους, τελικά όμως δεν τους στοιχίζει τίποτα (δεν μιλάω για δωμάτιο, σύντροφε, δωμάτιο για να περάσουμε τη νύχτα, γιατί τότε και οι πιο εντάξει τύποι σκοτεινιάζουν, για να φύγεις μετά!, δεν θα μιλήσουμε για δωμάτιο, σύντροφε), έχω όμως μια ιδέα να σου πω, – έλα, μην καθόμαστε εδώ, θα αρρωστήσουμε, σίγουρα – χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, δεν βοηθιέται τα πράγμα, (δεν ψάχνω καν πραγματικά, δεν είναι πραγματικά αυτό), είναι που έχω αυτή την ιδέα, που πρέπει να στην πω, εσύ, εγώ, που τριγυρνάμε σ’ αυτή τη μυστήρια πόλη, χωρίς φράγκο στην τσέπη (πάντως σε κερνάω καφέ, σύντροφε, μου φτάνουν τα λεφτά, δεν το παίρνω πίσω), αφού, με την πρώτη ματιά, δεν είναι τα λεφτά που μας ακινητοποιούν, ούτε εσένα, ούτε εμένα!), έχω λοιπόν εγώ αυτή την ιδέα, σύντροφε, γι’ αυτούς που όπως εσύ κι εγώ δεν έχουν λεφτά, ούτε δουλειά, και πια δεν ψάχνω καν πραγματικά, – είναι που στη δουλειά, εμείς, εκεί έξω, με τις τσέπες άδειες, δεν έχουμε κανένα βάρος, το παραμικρό φύσημα του ανέμου θα μας απογείωνε, δεν θα μας ανάγκαζαν να κρεμόμαστε στις σκαλωσιές, εκτός κι αν μας δέσουν: ένα γερό φύσημα του ανέμου και απογειωνόμαστε, ελαφριοί – όσο για να δουλέψω σε εργοστάσιο, εγώ ποτέ!, θα ’ναι δύσκολο να στο εξηγήσω, για εμένα τον ίδιο είναι δύσκολο να τα βάλω στη σειρά χωρίς να μπερδευτώ, η ιδέα μου πάντως είναι σαν – δεν είναι θρησκεία, δεν είναι μια βλακεία που την κοτσάρεις όπως να ’ναι και δεν αλλάζει τίποτα, δεν είναι πολιτική, με τίποτα δεν είναι κόμμα ή κάτι τέτοιο, ή κάτι σαν τα συνδικάτα που όλα τα ξέρουν, που όλα τα έχουν δει, που τίποτα δεν τους ξεφεύγει, οπότε να ’ρθει κι η ιδέα μου από πάνω, δεν μένει χώρος, όχι, καμία σχέση, άλλη είναι η ιδέα μου, μείνε ήσυχος, σύντροφε: είναι για την υπεράσπισή μας, μόνο για υπεράσπιση, γιατί αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε, την υπεράσπισή μας, ε; ίσως να σκέφτεσαι: εγώ όχι, εγώ όμως σου λέω: μπορεί εγώ να σε πλησίασα, μπορεί ίσως εγώ να χρειαζόμουν δωμάτιο γι’ απόψε (όχι, σύντροφε, δεν είπα ότι το χρειαζόμουν), εγώ που είπα: σύντροφε, δως μου φωτιά, όμως δεν είναι πάντα αυτός που πλησιάζει ο πιο αδύναμος, και αμέσως είδα ότι δεν φαινόσουν αρκετά δυνατός, από πέρα εκεί το είδα, να τριγυρνάς μούσκεμα, πραγματικά όχι πολύ γερός, ενώ εγώ, παρόλ’ αυτά, έχω απoθέματα, και τους αναγνωρίζω, εγώ, όσους δεν είναι αρκετά δυνατοί, με μια ματιά μόνο, από το βάδισμά τους, κυρίως, από τον τρόπο που περπατάνε και μόνο, νευρικά, σαν κι εσένα, με την πλάτη νευρική, και από τον τρόπο που κουνάνε τους ώμους, νευρικά, κάτι στο βάδισμα που δεν με ξεγελάει, με το πρόσωπό τους επίσης, φτιαγμένο από μικρoύλια χαρακτηριστικά, όχι τσαλακωμένα ούτε τίποτα, αλλά νευρικά, σαν κι εσένα: ένα κάτι στο πρόσωπο που δεν με ξεγελά, ακόμα κι όταν περπατούν κάνοντας φιγούρα σαν γκομενάκια, αλλά γκομενάκια γεμάτα νεύρο, μαγκάκια ανέμελα, που όμως έρχονται κατευθείαν από τη μαμά τους, με όλο το πάνω μέρος, έτσι, κουνιστό και λυγιστό σαν να μη συμβαίνει τίποτα, μες στη βροχή, αλλά εγώ τη βλέπω αμέσως αυτή τη νευρικότητα, δεν γίνεται να κρυφτεί -γιατί ό,τι είναι νευρικότητα είναι από τη μάνα, κατευθείαν, και τη μάνα τους, τα μαγκάκια δεν μπορούν να την κρύψουν, ό,τι και να κάνουν – εγώ είμαι περισσότερο αίμα, και σώμα όλο κόκκαλα, και μύες, όλα που είναι απ’ τον πατέρα, τα νεύρα μου ποτέ δεν κλονίζονται, γιατί ο πατέρας μου εμένα ήταν πολύ γερός, ήταν απ’ αυτούς που ποτέ δεν μπερδεύονται τα νεύρα τους από την πολλή σκέψη, που τίποτα δεν μπορεί να τα κλονίσει, ένας άντρας όλο κόκκαλα, όλο μύες, ένας άντρας από αίμα, θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε: ο εκτελεστής, κι εμένα θα μπορούσαμε να με ονομάσουμε: ο εκτελεστής, και γι’ αυτό λοιπόν η πολιτική, και τα κόμματα, και τα συνδικάτα που υπάρχουν τώρα, και οι μπάτσοι, και ο στρατός, που όλα τους είναι πολιτικά, δεν είναι αυτό που θέλω, παραείναι μπερδεμένα και φταίει το κεφάλι, και με το κεφάλι τους αυτοί σε κολλάνε στο εργοστάσιο, και εργοστάσιο εγώ ποτέ!, πάντως έτσι κι αλλιώς, όλοι στο εργοστάσιο τελικά σε κολλάνε, ενώ η ιδέα που σου λέω είναι: ένα συνδικάτο διεθνούς κλίμακας –είναι πολύ σημαντική η διεθνής κλίμακα, (θα στο εξηγήσω, ούτε κι εγώ τα καταλαβαίνω όλα καλά-καλά), – πολιτική όμως όχι, μόνο υπεράσπιση, εγώ είμαι φτιαγμένος για να υπερασπίζομαι, και τότε λοιπόν, θα βάλω τα δυνατά μου, θα είμαι ο εκτελεστής, στο διεθνές μου συνδικάτο που θα υπερασπίζεται τα αδύναμα μαγκάκια, παιδάκια της μανούλας τους, τύπου γκομενάκια όλο νεύρο, που κάνουν φιγούρα και γυρίζουν, μόνα τους, τη νύχτα, κινδυνεύοντας να κολλήσουν την πάσα αρρώστια – και ακριβώς εδώ βλέπω εγώ πόσο άχρηστες είναι οι μανάδες σας, κοίτα πόσο άχρηστη είναι η μάνα σου: σου δίνει ένα νευρικό σύστημα, και μετά σε παρατάει σ’ ένα τυχαίο σταυροδρόμι, μες στη βρωμοβροχή, αδύναμο, ανύποπτο, γιατί το βλέπω ότι είσαι ανύποπτος, έτσι μικρός και νευρικός, είσαι ανύποπτος, αλλά μην φανταστείς ότι εδώ δεν υπάρχουν παλιάνθρωποι, ότι δεν ασχολούνται με σένα, εγώ ξέρω ότι περνάνε ξυστά δίπλα μας, και πριν λίγο, εγώ ο ίδιος έφαγα τα μούτρα μου, παραλίγο να την πατήσω, ανύποπτος σαν κι εσένα, οπότε τώρα, τους βλέπω παντού, είναι εδώ, μας αγγίζουν, οι χειρότεροι παλιάνθρωποι που μπορείς να φανταστείς, και που ορίζουν τη ζωή μας: εγώ πάντως νόμιζα πως ήταν αόρατοι, κρυμμένοι εκεί ψηλά, πάνω από τ’ αφεντικά, πάνω από τους υπουργούς, πάνω από τα πάντα, με φάτσες φονιάδων, βιαστών, ιδεο-διαστροφέων, με φάτσες που δεν είναι αληθινές φάτσες σαν τη δική σου και τη δική μου, και με χωρίς όνομα: μια συμμορία απατεώνων, γαμίκοι που παραμονεύουν, ανώμαλοι που μένουν ατιμώρητοι, ψυχροί, υπολογιστικοί, τεχνοκρατικοί, η συμμοριούλα των τεχνοκρατικών παλιανθρώπων που αποφασίζουν: στο εργοστάσιο και σιωπή: (εργοστάσιο, εγώ, ποτέ!) στο εργοστάσιο και σκασμός! (κι αν δεν τον βγάλω τον σκασμό;) στο εργοστάσιο, σκασμός, κι έχουμε την τελευταία λέξη – κι έχουν την τελευταία λέξη, το μονοψήφιο νούμερο που γαμάει και αποφασίζει για μας, από κει πάνω, οργανωμένοι μεταξύ τους, υπολογιστικοί μεταξύ τους, τεχνοκρατικοί σε διεθνή κλίμακα η διεθνής κλίμακα! εμένα η ιδέα μου είναι ένα συνδικάτο σε διεθνή κλίμακα: πολύ σημαντική η διεθνής κλίμακα, θα σου εξηγήσω – τώρα όμως μας τον έχουν φορέσει!, στο εργοστάσιο, ή να γίνουμε ελαφριοί, σαν εσένα, σαν εμένα, για να μας πάρει ο άνεμος με το παραμικρό φύσημα, γιατί: τι μπορούμε εσύ κι εγώ, όταν αυτοί έχουν τα υπουργεία, τους μπάτσους, τον στρατό, τα αφεντικά, τον δρόμο, τα σταυροδρόμια, το μετρό, το φως, τον αέρα, κι αν θέλουν μπορούν να μας σβήσουν από κει πάνω; τι μπορώ να κάνω εγώ γι’ αυτό εκτός απ’ την ιδέα μου για το συνδικάτο; – είσαι ανύποπτος εσύ, όπως κι εγώ πριν λίγο, πάντως τώρα είναι εδώ, μας ψάχνουν, κατέβηκαν εδώ κάτω και παραλίγο να την πατήσω, γιατί οι χειρότεροι παλιάνθρωποι που μπορείς να φανταστείς παίρνουν τις πιο απίστευτες μορφές και τα πιο απίστευτα μέτρα, αχ, αν έρχονταν, κατευθείαν, και τα βλέπαμε όλα πάνω στα μούτρα τους, αν βλέπαμε αμέσως με ποιους έχουμε να κάνουμε και μπορούσαμε να βαρέσουμε, όμως τα μέτρα που παίρνουν είναι να μας περνάνε ξυστά με τέτοια μούτρα που δεν κρατιέσαι, και σου την πέφτει ανύποπτα η χειρότερη καργιόλα, – πώς όμως να το μαντέψεις; εγώ δεν μπορούσα: αν το ’χα φανταστεί, θα την είχα πλάσει έτσι, όπως ακριβώς την αντίκρισα όταν την πλησίασα: μικρή, αδύναμη, κατάξανθη με ανταύγειες και μπούκλες, όχι πάρα πολλές μπούκλες, ούτε πάρα πολύ ξανθιά, όσο χρειάζεται για να το πιστέψεις, και να μη γίνεται να μην τρέξεις πίσω της, κι όταν την πλησίασα: έχεις μήπως φωτιά, σε παρακαλώ, συντρόφισσα, συγγνώμη, μάτια που κοιτάνε όπως μόνο με τη φαντασία σου μπορείς να το πλάσεις, και λάμπουν ακριβώς όπως θα το έπλαθα με τη φαντασία μου, για να ξεφύγω, ένα βράδυ που ’χει ερημιά και τίποτα δεν συμβαίνει, υπάρχουν όμως άλλα βράδια που, παρά τη βροχή, παρά το σκατοφώς και τη νύχτα που πνίγουν τα πάντα, τα κορίτσια βολτάρουν – όχι ένα κατά τύχη, αλλά πολλά το ένα μετά το άλλο, όλο και πιο όμορφα, όχι όμως η ομορφιά που νομίζεις, αδιανόητα όμορφα, να σου ’ρχεται τρέλα, να σφίγγει η τρέλα ώρα με την ώρα, ώρα με την ώρα όλο και πιο αδιανόητα κορίτσια, δεν ξέρεις πότε θα σταματήσει όλο αυτό, κι αυτό να φουντώνει, ξεφεύγεις, η φαντασία σου σταματά, γιατί τέτοια κορίτσια παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου!, και μόλις πας να πιστέψεις πως θα γίνει ακόμα καλύτερο, πως θα γίνεις ακόμα πιο τρελός κοιτώντας τες, σκάει μύτη μια σαν κι αυτήν, που πρέπει να τα παρατήσεις όλα και να τρέξεις πίσω της, αναγκαστικά, ξεχνώντας πως η βροχή και η αφραγκιά σε κάνουν να τα χάνεις, αλλά αυτήν εδώ είσαι αναγκασμένος να τρέξεις να την πλησιάσεις, με τα μαλλιά της, τα μάτια από κάτω, την αδύναμη όψη της και όχι πάρα πολλές μπούκλες: συντρόφισσα, συντρόφισσα! – και ακριβώς εκεί στο: συντρόφισσα, συντρόφισσα! – εκεί μας την έχουν στημένη, εκεί θα την πατήσεις σαν τον τελευταίο μαλάκα: αν το ’ξερα πως ήταν από τους απέναντι, ότι ήταν μια καργιόλα –έλα μαζί μου, γατούλη, απόψε θα κυνηγήσουμε αρουραίους – αν το βούλωνε το στόμα της, δεν θα μάθαινα ποτέ τι ήταν ικανό να ξεράσει ένα τέτοιο στόμα (πρώτα, όταν δούλευα, πίστευα ότι όλος ο κόσμος, ακόμα και τα κορίτσια που βολτάρουν τα βράδια, είμαστε στο βάθος όλοι ίδιοι, μπορούμε να τους μιλάμε, ζήτημα τόλμης μόνο, όλος ο κόσμος εκτός από τη συμμοριούλα των παλιανθρώπων με τις σκατόφατσες, τώρα όμως πιστεύω ότι όλος ο κόσμος έχει περάσει στην απέναντι πλευρά, και ποτέ πια δεν θα τρέξω πίσω από ένα κορίτσι ώσπου να μου ’ρθει τρέλα, ποτέ πια δεν θα μου ’ρθει τρέλα), αυτή δεν με κατάλαβε, επειδή ήταν εκείνο το φως που μας κάνει τόσο ίδιους, – θα κυνηγήσουμε αρουραίους, γατούλη, κι ύστερα θα μείνεις μαζί μου! –: μου μιλάει από πολύ κοντά, σε εκείνο το μυστήριο καφενείο που μ’ είχε πάει (απ’ το χέρι, κολλημένη πάνω μου, έτοιμη να περάσει ολόκληρη τη νύχτα μαζί μου, να με πάει στο δωμάτιό της, της άρεσα, σίγουρα, προτού θυμώσω ακούγοντας τις αηδίες της, προτού θυμώσει με τα δικά μου λόγια, αρέσαμε ο ένας στον άλλο και τέτοια), να όμως που δεν ήξερε ποιος είμαι –η νέα δύναμη είμαστε εμείς, μου λέει, κι ήμουν μάλλον κι εγώ μέσα –, εγώ το ήθελα, για εκείνο το βλέμμα της που σε έκανε να ξεφεύγεις, όμως η χειρότερη τεχνοκρατική και διαπλανητική λέρα έχει πάρει μορφές σαν τη δική της, έχει κάνει όλο τον κόσμο να περάσει στην απέναντι πλευρά, ακόμα και τα αδιανόητα κορίτσια που θα σε έκαναν τρελό, αν δεν άνοιγαν το στόμα τους, αλλά αυτήν εδώ, φοβήθηκα με όσα μου έλεγε, με τον τρόπο που μου τα έλεγε, και που δεν μπορούσα να μην ακούω, ακόμα δεν με είχε καταλάβει, μέσα σε κείνο το μυστήριο καφενείο – έλα μ’ εμάς γατούλη – και θα πήγαινα, σαν τον τελευταίο μαλάκα, αν, τελευταία στιγμή, δεν μου ’φευγε απ’ το στόμα (και μάλιστα πιο δυνατά απ’ όσο θα ’θελα) ποιος είμαι: συντρόφισσα, να ποιος είμαι, ξένος κι εγώ, μέλος του διεθνούς συνδικάτου, και τα λοιπά, και τώρα βγάλε εσύ τον σκασμό μη σε πλακώσω, – και θα την πλάκωνα, αν δεν ήταν εκεί γύρω οι φίλοι της, οι κυνηγοί αρουραίων τα βράδια της παρασκευής, ένας λόχος γατούληδες οπλισμένοι σαν αστακοί, εγώ, μόνος μου, ξένος εναντίον όλων, πού πήγα κι έμπλεξα σαν τον τελευταίο μαλάκα;