Η σημερινή δεξιά ηγεσία εξαρχής δεν μας συστήθηκε ως ευαίσθητη στα πολιτιστικά θέματα. Όταν ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό είναι πρωτίστως για να τον εμπορευθεί, κι αν κάποτε παίρνει αεροπλάνα και βαπόρια είναι για (να τη δουν να πηγαίνει) να δει έργα φίλων. Γενικά, δεν το ‘χει με τα πολιτιστικά. Το βραχυκύκλωμα όμως που προκάλεσε η υπόθεση Λιγνάδη στα γρανάζια της εξουσίας ήταν η ρωγμή από την οποία αναδύθηκε η πραγματική εικόνα που έχει αυτή η ελίτ για τη σύγχρονη τέχνη και τους ανθρώπους της. Η δήλωση της Λίνας Μενδώνη περί εξαπάτησης μέσω της υποκριτικής τέχνης, η αναφορά της Ιωάννας Μάνδρου στη σύγχυση που προκαλεί η πνευματική συνεύρεση με μυθοπλαστικούς ήρωες και, τέλος, η ίδια η απολογία του Δημήτρη Λιγνάδη ως πεπτωκώς ταγός, μας δίνουν το στίγμα. Ας ξεκινήσουμε όμως από το τέλος και ας βυθιστούμε στο παρελθόν μιας δεξιάς που μόνο νέα δεν είναι…
Είναι σίγουρα πιο γκλάμουρ, όταν κατηγορείσαι για κατά συρροή βιασμούς ανηλίκων, να έχεις για άλλοθι την ανακριβή ημερομηνία μιας παράστασης στην Επίδαυρο ή τις πρόβες σ’ ένα έργο αρχαίας τραγωδίας, παρά ότι έπινες τσίπουρα με τον κυρ-Παντελή ή ότι είχε αργήσει το λεωφορείο για το Κερατσίνι. Τις σπανιότατες φορές που, σαν από ατύχημα, η ατιμωρησία των αξιωματούχων διαταράσσεται και ένας από αυτούς έρχεται μπροστά στη δικαιοσύνη, η κοινωνική ανισότητα εμφανίζεται ως άβυσσος μεταξύ δυο περιεχομένων: αυτού των γεγονότων και αυτού του περιτυλίγματος. Τα πλούσια βιογραφικά συναγωνίζονται τον πλούτο της παράνομης δράσης, κι εδώ τα έργα του «θεατρανθρώπου» χαροπαλεύουν δίπλα στις ημέρες του παιδόφιλου. Αυτό είναι το πρώτο σοκ διαβάζοντας την 27σέλιδη απολογία του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού θεάτρου που ήρθε στο φως της δημοσιότητας. Δεν είναι το μόνο, αν και είναι το μοναδικό αναμενόμενο και εν τέλει λογικό.
Υπάρχει ένα σημείο στο τέλος της απολογίας στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς: «Οι ως άνω επιλογές μου [σσ. κατάργηση της Πειραματικής, δημιουργία Ερευνητικής σκηνής αρχαίου δράματος, μετονομασία του Ρεξ σε Ελένη Παπαδάκη, περιστολή περιττών δαπανών…], επειδή δεν ήταν “αριστερές”, ήταν δηλαδή διαφορετικές από αυτές της προηγούμενης διοίκησης επί Σύριζα, διότι η Αριστερά διαχρονικά προωθούσε μεταμοντέρνα και πειραματικά έργα σε βάρος των έργων που προέρχονταν από την πολιτιστική μας κληρονομιά, την κλασική αρχαιότητα και γενικότερα τους κλασικούς θεατρικούς συγγραφείς. Άλλωστε πριν την ανάληψη των καθηκόντων μου είχα ασκήσει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Σύριζα για τις επιλογές των παραγωγών στο Εθνικό θέατρο. Αποκορύφωμα της έκφρασης της αγάπης μου για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό που ενδεχομένως να ενόχλησε τους αριστερίζοντες θιασώτες του μεταμοντέρνου, ήταν η επιλογή μου να φιλήσω το ομοίωμα του Παρθενώνα μετά το τέλος της περσινής παράστασης “Πέρσες” στην Επίδαυρο.»
Αν και ο καθένας διαισθάνεται και αναγνωρίζει τι υφέρπει πίσω από αυτές τις γραμμές, είναι ίσως χρήσιμο να γίνει μια πρώτη, έστω μερική, ανάγνωση. Μέσα σε λίγες μόνο φράσεις, ο κατηγορούμενος καταφέρνει να αναβιώσει τους εθνικούς διχασμούς που, όπως πάντα, αποκρυσταλλώνονται σε πολιτισμικά αντώνυμα: το αρχαιοελληνικό ως λάβαρο-λάφυρο της δεξιάς έναντι του μοντέρνου ως ρυπαρή τάση της αριστεράς, με όσα δίπολα έπονται: συντήρηση/πρόοδος, καθαρεύουσα/δημοτική, φράκο/φουστανέλα, Ελληνισμός/Ρωμιοσύνη. Όλη η ιστορία του νεοελληνικού κράτους σε μια πρόταση.
Η δε ταύτιση του Σύριζα με έναν πολιτισμό που λειτουργεί «εις βάρος» της αρχαίας κληρονομιάς δεν είναι αδαής, ούτε είναι η πονεμένη ιαχή ενός λαβωμένου αρίστου. Είναι ανοιχτά εμφυλιοπολεμική. Αφενός επιβεβαιώνει τη σκοπιμότητα κατάργησης του διαγωνισμού για τις διευθυντικές θέσεις των εποπτευόμενων φορέων, την οποία η κυβέρνηση επιμένει να αρνείται. Αφετέρου μαρτυρά ότι η τοποθέτησή του στο Εθνικό θέατρο είχε στόχο την αποκατάσταση του ιδρύματος από τις διεφθαρμένες πολιτιστικές κατευθύνσεις της αριστεράς. Το Εθνικό έπρεπε να μπει στον γύψο, να αναμορφωθεί. Και επειδή μόνο ηχηρά γέλια μπορεί να προκαλέσει η ιδέα ότι ο προκάτοχός του, Στάθης Λιβαθινός, ήταν ο εκπρόσωπος μιας τέτοιας αριστερής ριζοσπαστικής ασυδοσίας, αντιλαμβάνεται κανείς την εμπάθεια αυτής της νέο-παλαιάς δεξιάς και τη λυσσασμένη αποφασιστικότητά της να τελειώνει μια για πάντα με κάθε τι (νομίζει) αριστερό. Και η χρήση των λέξεων «μεταμοντέρνο και πειραματικό» που, αμάσητες, εκτοξεύονται σαν βρισιές, ή καλύτερα σαν απειλές, ακουμπούν στα ακροδεξιά μουγκρητά περί «αλλοίωσης του πολιτισμού μας», «εισβολής» και «εθνομηδενισμού».
Η συγκεκριμένη παράγραφος είναι τελικά ένα μεταμοντέρνο (ε, ναι!) πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ο Λιγνάδης διατρανώνει τις ορθές του πεποιθήσεις, όπως άλλοτε οι κομμουνιστοφάγοι κράδαιναν το χαρτί που πιστοποιούσε την εθνικοφροσύνη τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το φιλί στον γύψινο Παρθενώνα αντηχεί την περίφημη προσομοίωση της Μακρονήσου με «νέο Παρθενώνα». Γιατί κανείς δεν ξεχνά ότι στις σκοτεινές εποχές της ελληνικής ιστορίας, οι αρχαίοι ήταν αυτοί που, άθελά τους, έρχονταν να ντύσουν με πολιτισμό τα γκλομπ και να στουμπώσουν με περιεχόμενο τις κατηχήσεις στις εξορίες. Η διαρκής ανακίνηση αυτής της γενεαλογίας από τον Λιγνάδη, και το αυταρχικό του ύφος, συνδέει τους ανθρώπους που τον επέλεξαν με τους φασίστες προγόνους τους.
Οι συνδηλώσεις του αποσπάσματος δεν είναι άσχετες με δύο άλλες ρήσεις, οι οποίες έχουν ήδη πολύ σχολιαστεί. Πρόκειται για την ψυχαναλυτικού τύπου προσέγγιση της Ιωάννας Μάνδρου ότι «αυτά που λέει η αρχαία ελληνική γραμματεία, ο συγκεκριμένος άνθρωπος τα βίωνε στην πραγματικότητα. Και κάπου εκεί το πράγμα είχε μπερδέψει», και η ομολογία της Λίνας Μενδώνη ότι την εξαπάτησε το μεγάλο υποκριτικό ταλέντο του προφυλακισμένου πλέον ηθοποιού. Πέρα από το φαιδρό της περίπτωσης μιας υπουργού Πολιτισμού που συγχέει την υποκριτική τέχνη με την υποκρισία, πέρα από την τετελεσμένη γραφικότητα της συγκεκριμένης δημοσιογράφου, σχηματίζεται εδώ ένα τρίπτυχο που συμπυκνώνει την αντίληψη της ελίτ για τη σύγχρονη τέχνη και την ενασχόληση με αυτήν.
Λένε δηλαδή ότι η συνομιλία του ανθρώπου με τα λογοτεχνικά έργα τον οδηγεί στη σύγχυση μεταξύ φανταστικού και πραγματικού, ότι δεν είναι πια ικανός να ξεχωρίσει τον ρόλο από τον εαυτό του, ότι εν ολίγοις χάνει την ψυχή του. Τα αντίστοιχα πίστευαν και οι ελίτ του δυτικού Μεσαίωνα, όταν με τη βοήθεια της εκκλησίας αφόριζαν τους ηθοποιούς ως δαιμονισμένους, όταν το μόνο είδος που επιτρεπόταν να παίζεται ήταν οι βίοι των αγίων, όταν δηλαδή μόνο επίσημη τέχνη υπήρχε, και στόχο της είχε τον σωφρονισμό και την υπόδειξη του «ίσιου δρόμου». Οι αντιφρονούντες στιγματίζονταν και πατάσσονταν.
Σε καιρό ειρήνης, ο πόλεμος συνεχίζεται με άλλα όπλα, ένα εκ των οποίων, όχι το πιο αμελητέο, είναι ο πολιτισμός. Όταν, στη μεταπολεμική Γαλλία, οι Αμερικάνοι έθεσαν τους όρους για το πακέτο Μάρσαλ, ένας από αυτούς, σίγουρα ο λιγότερο γνωστός, ήταν ότι τουλάχιστον το 30% των έργων που θα έπαιζαν οι κινηματογραφικές αίθουσες υποχρεούνταν να είναι παραγωγές του Χόλιγουντ. Συνέχιζαν δηλαδή τον πόλεμο με άλλα μέσα. Κάτι αντίστοιχο κάνει και αυτή η δεξιά, εργαλειοποιώντας ακούραστα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και απαξιώνοντας με κάθε τρόπο κάθε τι νέο. Η αρχαιολατρία εδώ είναι το φύλο συκής που κρύβει το κενό και την άγνοια, κάτι το οποίο φαίνεται να μοιράζεται με τους χρυσαυγίτες, και στο οποίο προστίθεται μια κοινή αντίληψη για τη χρησιμότητα του ξύλου και της καταστολής, και, τελευταία, για το αίσθημα της ευθύνης, για το κράτος δικαίου, για την ελευθερία του τύπου, για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Όμως, όπως ακριβώς το θλιβερό 30% των χολιγουντιανών ταινιών έκανε το υπόλοιπο 70% να φαντάζει ακόμα πιο λαμπρό και θελκτικό, έτσι και αυτή η αβάσταχτα νέο-παλαιά δεξιά απομονώνεται στο πεδίο του πολιτισμού. Και ενώ εκείνη βυθίζεται διαρκώς στον βούρκο του παρελθόντος της, η συσπείρωση των ανθρώπων της τέχνης και η ποιότητα του δημόσιου λόγου που παράγουν θα φαντάζουν ακόμα πιο λαμπρές.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject