Για το παιδικό και νεανικό θέατρο

Στην ανάποδη σημερινή συγκυρία, όπου το υγειονομικό πρωτόκολλο ουσιαστικά αποκλείει από τα πολιτιστικά δρώμενα τα παιδιά άνω των 12 ετών εφόσον είναι ανεμβολίαστα, δεν είναι πολυτέλεια να πούμε πράγματα που ίσως μοιάζουν αυτονόητα, κρύβουν όμως τις ανομολόγητες πραγματικότητες με τις οποίες είναι αντιμέτωπο το θέατρο που απευθύνεται στα παιδιά. Άραγε όντως τους απευθύνεται; Τι μέσα διαθέτει και πώς τα μέσα αυτά επηρεάζουν το περιεχόμενό του; Τι είναι αυτό που κάνει το παιδικό κοινό ξεχωριστό; Στόχος εδώ δεν είναι τόσο να απαντηθούν όσο να ανοίξουν τα ερωτήματα, ελπίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γεννήσει νέες σκέψεις και δράσεις.

Την εποχή που η τηλεόραση έμπαινε στα σπίτια, οι παιδικές της εκπομπές εμπνέονταν από τις τότε μορφές παιδικού θεάτρου. Ο Κλούβιος και η Σουβλίτσα, ο Μπόζο, ο Καραγκιόζης, ακόμα και ο εφετζίδικος Παραμυθάς, ήταν οι τηλεοπτικές μεταφορές θεατρικών εμπειριών που τα παιδιά είχαν ήδη ζήσει σε αυλές και πλατείες. Η τηλεοπτική εικόνα αντλούσε τις αναφορές της σε βιωμένες σχέσεις και μορφές. Η αναφορά στο μακρινό αυτό παρελθόν θα ήταν κενολογούσα νοσταλγία, αν σήμερα δεν συνέβαινε το αντίστροφο: οι οθόνες είναι εκείνες που υπαγορεύουν στο παιδικό θέατρο την αισθητική του. Από πού όμως προκύπτει ότι η τηλεοπτική αισθητική απαντά στα γούστα και τις ανάγκες των παιδιών, και αντίστροφα πώς απευθύνεται κανείς στα σύγχρονα παιδιά των οποίων οι αισθητικές αναφορές είναι συχνά μόνο αυτές που παράγει η πολιτιστική βιομηχανία;

Το παιδικό θέατρο μοιάζει να μην καταφέρνει να απαλλαχθεί από την αυτοεικόνα του ως ήσσονος σημασίας και απαιτήσεων τέχνης. Διάφοροι λόγοι συντρέχουν, με πρώτο και καθοριστικό την απουσία του υπουργείου Πολιτισμού στη στήριξη και χρηματοδότηση του. Για πρώτη φορά φέτος, και ύστερα από μεγάλες πιέσεις, το υπουργείο Πολιτισμού συμπεριέλαβε το παιδικό και νεανικό θέατρο στις προσκλήσεις επιχορήγησης θεατρικών παραγωγών. Δεν δόθηκε όμως καμία! Πέρα του ότι οι ματαιωμένες προσμονές αποδυναμώνουν τους καλλιτέχνες, η αδιαφορία του υπουργείου αφήνει τις παραγωγές παιδικού θεάτρου στο έλεος της ελεύθερης αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι αυτοχρηματοδοτούν το σύνολο των εξόδων τους, με άλλα λόγια τα μειώνουν όσο περισσότερο γίνεται. Πρακτικά αυτό παίρνει διάφορες μορφές: από την απλήρωτη εργασία μέχρι τη φτηνή αισθητική περνώντας από το κυνήγι της εμπορικότητας, με τη διαμεσολάβηση διαφημιστών, μάνατζερ και δημοσιοσχετιστών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως στρέβλωση της ποιότητας αλλά και της αλλοίωσης της σχέσης έργου και παιδιού.

Σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη προστίθεται ένα καλό που καταλήγει να γίνει κακό: οι ηλικιακές ομάδες των παιδιών έχουν την ανεπανάληπτη ιδιότητα να ανανεώνονται από μόνες τους, αφού κάθε χρόνο καινούργια παιδιά είναι 5, 6, 7 χρονών. Ανανεώνοντας αυτόματα το κοινό τους, οι παραγωγές εύκολα επιμηκύνουν τον χρόνο ζωής τους, πράγμα που καταλήγει στη θεώρηση του παιδικού κοινού ως κατ’ εξοχήν εκμεταλλεύσιμη αγορά, συχνά δε ως την αγορά από την οποία παραδόξως ξεκινούν οι πιο νεαροί και άψητοι καλλιτέχνες.

Ούτε όμως τα κρατικά θέατρα -το Εθνικό και το ΚΘΒΕ χαρακτηριστικά- βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα. Δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση ουσιαστικά δεν καλύπτει παρά τα λειτουργικά τους έξοδα, οι παραγωγές καλούνται να είναι επικερδής. Και για να κόψουν εισιτήρια, προσφεύγουν συχνά στον εντυπωσιασμό με πιασάρικα έργα, επώνυμες διανομές, φανταχτερά σκηνικά, έξυπνα κοστούμια… Αυτού του είδους η αισθητική, εκτός του ότι συμβάλλει στην παντοκρατορία της εικόνας, εξοντώνει την αφαίρεση στην οποία φωλιάζει η φαντασία και η προσωπική ανάγνωση, και εκπαιδεύει το παιδικό κοινό σε έναν κόσμο γεμάτο λούσα, απρόσιτο, σχεδόν απαγορευμένο.

Υπάρχει ωστόσο μια μικρή παιδική σκηνή που αντιστέκεται. Ήδη από την αρχή της «κρίσης», έχουν δημιουργηθεί καινούργιες καλλιτεχνικές ομάδες που συνειδητά και χωρίς καιροσκοπισμούς έχουν επιλέξει το παιδικό θέατρο ως πεδίο δημιουργίας και έρευνας. Χωρίς στήριξη, χωρίς παραγωγούς, η νέα αυτή, πολύ ενεργή και δυστυχώς αφανής, σκηνή προσπαθεί να λειτουργήσει σε ένα ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο με διαφορετικά αισθητικά και καλλιτεχνικά κριτήρια και με πυξίδα την αγάπη της για αυτό το είδος θεάτρου και το κοινό του.

Σε ποιον όμως τελικά απευθύνεται το παιδικό θέατρο; Στα παιδιά ή στους μεγάλους; Τα παιδιά δεν αποφασίζουν τα ίδια ούτε αν θα πάνε στο θέατρο ούτε ποια παράσταση θα δουν. Ως μη αυτόνομοι θεατές, πηγαίνουν θέατρο είτε με τους γονείς τους είτε με το σχολείο, δηλαδή με ενήλικες που φροντίζουν για τη «διαπαιδαγώγησή» τους. Επειδή λοιπόν η σχέση των παιδιών με το θέατρο διαμεσολοβείται από τους ενήλικες, επειδή τους ενήλικες στοχεύει επικοινωνιακά, το περιεχόμενό του διαποτίζεται από ό,τι γονείς ή εκπαιδευτικοί θα θεωρήσουν χρήσιμο ώστε να αξίζει τον κόπο να πάνε (μαζί με) τα παιδιά. Όπου χρήσιμο τις περισσότερες φορές είναι ένα έργο διδακτικό, ένα έργο που προπαγανδίζει τις σωστές (αστικές) συμπεριφορές και αξίες, ένα έργο επίκουρος των γονεϊκών δυσκολιών, ένα έργο -ειδικά στην εφηβική του εκδοχή- που εκλαϊκεύει τη διδακτέα ύλη ή λιβανίζει το εθνικό μεγαλείο. Όμως ποιος ενήλικος θα πήγαινε θέατρο για να μάθει να μην πετάει όπου να ‘ναι τα πράγματά του, ή για να «ευαισθητοποιηθεί» στις περίφημες «καλές πρακτικές» που ονειρεύεται το αφεντικό του, ή για να επιμορφωθεί στις τρέχουσες εξελίξεις του επαγγέλματός του; Και γιατί θεωρείται αβασάνιστα λογικό τα παιδιά να έχουν θεατρικές εμπειρίες που οι μεγάλοι δεν θα υπέφεραν;

Ξεχνάμε πως τα παιδιά έχουν μια μαγική ιδιότητα: γεννιούνται καλλιτέχνες. Τραγουδούν, χορεύουν, ζωγραφίζουν, φτιάχνουν ιστορίες χωρίς να τους προτρέψει ή να τους το μάθει κανείς. Είναι ο τρόπος τους να υπάρχουν. Και παύουν να υπάρχουν με τον τρόπο αυτό, επειδή κάποτε ο κόσμος τους απομαγεύεται. Τα εκφραστικά τους μέσα λοξοδρομούν, εκλογικεύονται, πνίγονται από τις επιβολές του χρήσιμου, του σωστού και του νοήματος. Γι’ αυτά ζωτικό είναι το άχρηστο, το αυθαίρετο, το άτσαλο, και νόημα έχει η αφαίρεση, το κενό, το μη ρεαλιστικό που χωράει κάθε είδους προβολή. Είναι εντυπωσιακό πόσες ιστορίες φτιάχνουν κοιτώντας έναν πίνακα του Σαγκάλ, του Ματίς ή του Πικάσο, και πόσο βουβά μένουν απέναντι στα έργα της αναγέννησης γιατί ο ζωγράφος, λένε, «τα λέει όλα μόνος του».

Η επαφή τους με την τέχνη δεν είναι κάτι που χρησιμεύει. Ούτε η τέχνη κάνει εξ ορισμού τον άνθρωπο καλύτερο. Αν ήταν έτσι, ο κόσμος των τεχνών θα ήταν αγγελικά πλασμένος μέσα από την τόση του συνάφεια με αυτήν. Ούτε πάλι χρειάζεται οπωσδήποτε να φτιάξουμε καινούργιους θεατές. Εκείνο που χρειάζεται είναι το θέατρο να μην είναι αποκλειστικότητα των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων των οποίων αποτελεί «φυσικά» μέρος του πολιτιστικού τους κεφαλαίου. Να ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό που (μας) λείπει. Να χωρέσει και τα άλλα παιδιά, τις άλλες οικογένειες που δεν το θεωρούν ούτε χρήσιμο ούτε αναγκαίο, και που έχουν πέσει στα νύχια της πολιτιστικής βιομηχανίας. Όχι για να τους δείξει ή να τους μάθει κάτι, αλλά για να μάθει και να επηρεαστεί από αυτές, να ξαναβρεί τη σχέση με τη ζωή, με τον δημόσιο χώρο, με την κοινότητα από την οποία οι προβολείς, οι τοίχοι και οι διαμεσολαβητές το έχουν αποκόψει. Για να απαντήσει τελικά στην αρχέγονη λειτουργία του: στην ανάγκη του ανθρώπου να λέει και να ακούει ιστορίες περιτριγυρισμένος από άλλους ανθρώπους. Κι εκείνο που επίσης χρειάζεται είναι το θέατρο να διατηρεί ζωντανή την εγγενή ικανότητα των παιδιών να είναι καλλιτέχνες, να ζουν μέσα σε απίστευτες ιστορίες. Χρειάζεται να εντυπωσιαστεί από αυτά, αντί να θέλει να τα εντυπωσιάσει. Να μπει ταπεινά στο δικό τους ταξίδι, στον δικό τους κόσμο, που αν μοιάζει διαφορετικός είναι επειδή είναι πιο ευρύχωρος.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject