Τι συμβαίνει λοιπόν στη Γαλλία; Ποιοι είναι αυτοί που φόρεσαν το φωσφορίζον κίτρινο γιλέκο τους και κατεβαίνουν στους δρόμους επί τρεις μήνες; Τι είναι αυτό το κίνημα που όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά ριζοσπαστικοποιείται και έχει επανεφεύρει τον τρόπο κινητοποίησης; Από τις 17 Νοεμβρίου 2018 που πρωτοεμφανίστηκαν ως τις 16 Φεβρουαρίου 2019 που γράφονται οι γραμμές αυτές, τα κίτρινα γιλέκα μετρούν 14 πράξεις (κάθε σαββατιάτικη κινητοποίηση είναι μια νέα πράξη, ίδιας αρίθμησης με αυτήν των κλασικών θεατρικών έργων) κι ένα ταυτόσημο ενδυματολογικό στοιχείο (το διακριτικό γιλέκο των αυτοκινητιστών) που τους βγάζει, λένε, επιτέλους από την αφάνεια. Χωρίς ζανπρεμιέ, χωρίς σκηνοθέτες, χωρίς έτοιμες ρεπλίκες, και με τους βασιλείς στα θεωρεία να κοιτούν αφ’ υψηλού μεν, τρέμοντας δε την έκβαση της επαναφοράς ενός έργου που μάλλον δεν θα όφειλε να είναι τόσο αυτοσχεδιαστικό όσο οι προηγούμενες ιστορικές εκδοχές του…
Το κείμενο που ακολουθεί δεν γράφτηκε από κάποια ειδική ή έστω επίδοξη κιτρινο-γιλεκολόγο -αν και οι τίτλοι αρκούν μερικές φορές για να νομιμοποιήσουν τον λόγο. Γράφτηκε με την εμπειρία και την ενσυναίσθηση κάποιας που έχει ζήσει πολλά χρόνια στη γαλλική πρωτεύουσα. Επιχειρεί να θέσει ή να ξαναθέσει τα βασικά ερωτήματα, να απαντήσει σε ορισμένα κλισέ, να βάλει τα πράγματα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Ας θυμηθούμε καταρχήν πώς ξεκίνησαν όλ’ αυτά. Τον Σεπτέμβριο 2018, η κυβέρνηση ανακοινώνει την αύξηση, από το νέο έτος, του φόρου καυσίμων κατά 11,5%. Μετά από μια σειρά μέτρων που συνεχίζουν τη διάλυση του κοινωνικού κράτους κάνοντας ταυτόχρονα δώρα στους πλουσιότατους[1], ο νέος αυτός φόρος πλασάρεται ως «οικολογικός». Η αντίδραση είναι άμεση και έρχεται από εκείνους που ουσιαστικά θα τον επωμιστούν: την ήδη φτωχοποιημένη μεσαία τάξη, και δη την επαρχία, όπου η χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Η γραμμές των τοπικών τρένων έχουν κλείσει και εξακολουθούν να κλείνουν η μια μετά την άλλη. Οι κάτοικοι της επαρχίας είναι υποχρεωμένοι να παίρνουν το αυτοκίνητό τους για να πάνε στη δουλειά που συχνά απέχει χιλιόμετρα από το σπίτι τους, για να μεταφέρουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ακόμα και για να αγοράσουν ψωμί. Λογικό εξάλλου για μια χώρα που πρωτοστατεί στην αυτοκινητοβιομηχανία να δημιουργεί τις προϋποθέσεις πώλησής τους!
Για πρώτη φορά, ένα κίνημα ξεκινά μαζικά από την επαρχεία. Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι ούτε οι φοιτητές του Μάη του 68 ή του κινήματος κατά της Πρώτης Σύμβασης Εργασίας το 2006, ούτε οι περιθωριοποιημένοι κάτοικοι των «υποβαθμισμένων προαστίων» που φλέγονταν το 2005. Είναι άνθρωποι για τους οποίους η εργασία είναι αξία, άνθρωποι που εργάζονται όσο κανονικά το επιτρέπει η «αγορά», που τα φέρουν βόλτα ολοένα και πιο δύσκολα και που, με τον νέο φόρο, δεν θα έχουν πια την δυνατότητα να καλύψουν οικονομικά τις βασικές μετακινήσεις τους. Είναι, και το ξέρουν, η ραχοκοκαλιά της παραγωγής. Διαδηλώνοντας στην πολύ συμβολική λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, αρχικά πιστεύουν ότι θα εισακουστούν από τους κυβερνητικούς τους εκπροσώπους…
Η κυβέρνηση απαντά χαρακτηρίζοντάς τους οικολογικά ανίδεους και ασυνείδητους, ρίχνοντας λάδι στον θυμό που έχουν ήδη ανάψει οι επανειλημμένοι περιφρονητικοί και ταπεινωτικοί χαρακτηρισμοί του Μακρόν προς τα λαϊκά στρώματα.[2] Ωστόσο, το οικολογικό επιχείρημα βρίσκει απήχηση σε μια άλλη κινητοποίηση, της οποίας αφετηρία ήταν η παραίτηση στις 28 Αυγούστου 2018, του υπουργού Οικολογικής μετάβασης, Νικολά Υλό. Το δάκρυ που αυτός ο νεο-Κουστώ άφησε να κυλήσει στο τέλος της ομιλίας του κατά το τελετουργικό παράδοσης του Υπουργείου, και η ανησυχία που εξέφρασε για την κατάσταση του πλανήτη άγγιξαν και θορύβησαν μια πιο εύπορη μάλλον μεσαία τάξη. Οι μηνιαίες πορείες «για την κλιματική αλλαγή» που είχαν οριστεί σε όλες τις πόλεις συνέκλιναν αυτόματα με τα, νεοσύστατα τότε, κίτρινα γιλέκα.
Η ανάφλεξη όμως, καθώς και ο τρόπος κινητοποίησης, δεν ήταν τόσο απρόσμενη όσο ίσως μοιάζει. Ήδη από τις Όρθιες Νύχτες το 2016, και το κίνημα ενάντια στον νέο Εργασιακό νόμο (τον οποίο σχεδίασε ο ίδιος ο Μακρόν ως Υπουργός Οικονομικών του Ολάντ απορυθμίζοντας ακόμα περισσότερο το Εργασιακό Δίκαιο), συνέβαινε το εξής πρωτοφανές: στις διαδηλώσεις, τα συνδικάτα και οι αντιπροσωπείες των κομμάτων είχαν εξοστρακιστεί από την κεφαλή της πορείας. Την κεφαλή της πορείας είχαν πλέον καταλάβει, τα black blocs βέβαια, αλλά και όποιο άτομο εγκατέλειπε αυθόρμητα και ανοργάνωτα τη θεσμοποιημένη νεκρώσιμη ακολουθία για να γίνει μέρος της κεφαλής της, του μόνου ζωντανού της κομματιού. Κατά (πρωτάκουστη) ομολογία ακόμα και της ίδιας της αστυνομίας, αυτή έφτασε να είναι αντίστοιχου μεγέθους με το υπόλοιπο «νεκρό» σώμα των συνδικάτων και των κομμάτων. Και η αποφασιστικότητά της ολοένα και εντεινόταν. Η αποθεσμοποίηση των επίσημων πολιτικών φορέων, η απόδραση από τα δεσμά τους, η ακύρωσή τους ήταν ήδη εν δράσει. Η συνείδηση ότι στο παιχνίδι της «διαπραγμάτευσης» και του «διαλόγου» συμμετέχουν μόνο όσοι τελικά το οδηγούν στον συμβιβασμό και την ήττα δεν ήταν απλώς κεκτημένη, αλλά είχε βρει διέξοδο και απάντηση μέσα στην νέα μορφή της κεφαλής της πορείας. Η άρνηση των κίτρινων γιλέκων να εκπροσωπηθούν, να καπελωθούν από συνδικαλιστικούς ή κομματικούς φορείς, να διαπραγματευτούν με την εξουσία, ακόμα και η καχυποψία τους για την λέξη «πολιτική» είναι γέννημα της νέας αυτής μορφής.[3] Έχουν καταλάβει ότι η ζωή πάλλεται έξω από τους θεσμούς, ότι η απόδραση από τη θεσμοθετημένη πολιτική σφαίρα είναι προϋπόθεση για να επανασυνδεθούν με το πολιτικό.
Αφού λοιπόν απέδρασαν, τα κίτρινα γιλέκα οργανώνονται τοπικά και δρουν τοπικά. Με κύριο μέλημά τους την οριζοντιότητα και την άμεση δημοκρατία, σχηματίζουν τοπικές συνελεύσεις, καταλαμβάνουν τους πολυάριθμους κυκλικούς κόμβους των αυτοκινητοδρόμων, στήνουν οδοφράγματα, μπλοκάρουν τις εθνικές οδούς, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις πύλες των βιομηχανιών, τα σούπερ-μάρκετ. Ξέρουν ότι ο καπιταλισμός στηρίζεται στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ότι το σύστημα δυσκολεύεται (και τελικά καταρρέει) εάν παρεμποδιστούν οι ροές. Μες στο κρύο του χειμώνα, στους κυκλικούς κόμβους αναβιώνει η ζεστασιά των ανθρώπινων δεσμών, φιλίες αναπτύσσονται, η αλληλεγγύη ισχυροποιείται. Στους τρεις αυτούς μήνες, έχουν καταφέρει εκείνο που οι επαγγελματίες της πολιτικής αδυνατούν να πετύχουν: την αλληλεγγύη εν μέσω διαφωνιών. Εάν ύστατος στόχος του καπιταλισμού είναι να πλήξει τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτές ακριβώς, ως απόλυτο καταφύγιο και πανίσχυρο όπλο, επανασυνδέονται στους κατειλημμένους κυκλικούς κόμβους της Γαλλίας. Με έναυσμα το βίωμα αυτό, τα κίτρινα γιλέκα απευθύνθηκαν απευθείας στον πληθυσμό και κάλεσαν σε γενική απεργία αορίστου χρόνου. Τα εντελώς αποπροσανατολισμένα πλέον συνδικάτα δυσκολεύονται να ακολουθήσουν: ξέρουν να συσπειρώνονται ενάντια σε μεμονωμένα μέτρα, ο προβληματισμός όμως πάνω στηνγενική κοινωνικοπολιτική κατάσταση, καρδιά της αναζήτησης των κίτρινων γιλέκων, μοιάζει να τους είναι άγνωστος. Αποτελούν προφανώς μέρος του προβλήματος.
Μαζί με την αποκαθήλωση των θεσμών και την επιστροφή των σχέσεων, μέσα από τις ρωγμές που υπέστη η γενική απομάκρυνση-απομόνωση, εκείνο το οποίο επίσης επανέρχεται είναι η αληθινή γλώσσα. Η οργουελική προφητεία έχει επιτελεστεί: ένα αόρατο χέρι έχει αφαιρέσει από το λεξιλόγιο τις αρνητικές λέξεις και τις έχει αντικαταστήσει με θετικές, οι οποίες μας απαγορεύουν να σκεφτούμε τον καπιταλισμό με τρόπο αρνητικό, μας απαγορεύουν δηλαδή να σκεφτούμε τις αντιφάσεις του. Πώς να δώσεις μάχη ενάντια στις μαζικές απολύσεις όταν αυτές ονομάζονται πλέον «πλάνο για τη διατήρηση της εργασίας»; Πώς να εντοπίσεις την προπαγάνδα όταν αυτή ονομάζεται «παιδαγωγική»; Οι τεχνοκράτες των θινκ τανκς κατασκεύασαν μια γλώσσα, και τα συστημικά ΜΜΕ την παπαγαλίζουν, που ονομάζει το μαύρο άσπρο. Τα κίτρινα γιλέκα, βγαίνοντας από την αφάνεια και παίρνοντας δημόσια τον λόγο, ξέθαψαν τις κλεμμένες λέξεις, τον πραγματικό κόσμο και τις αντιθέσεις του. Πρόκειται για μεγάλο βήμα.
Πέρα από τα συνολικά ζητήματα κοινωνικής, φορολογικής, εργασιακής και οικολογικής δικαιοσύνης, τα κίτρινα γιλέκα θέτουν για πρώτη φορά με τόση ευκρίνεια το ζήτημα της «πραγματικής δημοκρατίας». Το πολιτικό σύστημα της 5ης Δημοκρατίας δεν φημίστηκε ποτέ για την αντιπροσωπευτικότητά του. Από το 2002, όπου ο Ζαν-Μαρί Λε Πεν εμφανίστηκε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, οι Γάλλοι καλούνται συστηματικά να διαλέξουν ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο. Όλο και λιγότεροι συμμετέχουν στο δίλημμα. Κυβερνώνται, και το ξέρουν, από έναν άνθρωπο ο οποίος στον πρώτο γύρο των εκλογών δύσκολα ξεπερνά το 30% των ψήφων (Ο Μακρόν πήρε μόλις 24%, το οποίο αντιστοιχεί σ’ ένα 10,5% πραγματικής στήριξης[4]), αλλά ο οποίος συγκεντρώνει την απόλυτη εξουσία. Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε τα πιο αξιοπερίεργα του γαλλικού προεδρικού μοντέλου: ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως αρχηγός του στρατού, μπορεί να αποφασίσει πολεμική εισβολή χωρίς καν να ρωτήσει το κοινοβούλιο. Είναι εκείνος ο οποίος ορίζει τον πρωθυπουργό και την εκτελεστική εξουσία. Οι παλαίμαχοι (οι ηττημένοι δηλαδή) Πρόεδροι της Δημοκρατίας μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν την πολιτική τους συμμετέχοντας στο συμβούλιο που ελέγχει τη συνταγματικότητα των νέων νόμων. Ο δε Μακρόν πέρασε τους περισσότερους νόμους ως πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Το σύστημα αυτό δεν βρίσκει πια νομιμοποίηση στις συνειδήσεις των κίτρινων γιλέκων, ειδικά από τη στιγμή που η αρχική τους προσδοκία να εισακουστούν έμεινε ανεκπλήρωτη, και με την συμβολή των ως τότε προσφιλών τους ΜΜΕ που ακατάπαυστα τους παρουσιάζουν ως «εχθρούς της δημοκρατίας». Η επιθυμία ανατροπής τους συστήματος μπορεί να είναι μακριά, πάντως η αμφισβήτησή του γίνεται στην πορεία όλο και πιο ριζική. Το αίτημα εγκαθίδρυσης Δημοψηφίσματος με Πρωτοβουλία των Πολιτών (RIC) είναι η έκφραση της συνείδησής τους ότι η πολιτική εκπροσώπιση είναι τουλάχιστον ελλειματική.
Το σύνθημα «Μακρόν παραιτήσου» αντήχησε ως και σε κάποιες αυλές δημοτικών σχολείων. Όπως και στον Μάη του 68, στους τοίχους των πόλεων διαβάζεται η ποίηση, το χιούμορ και οξυδέρκεια των εξεγερμένων. Η μοναρχοποίηση της εξουσίας είναι ίσως αυτό που για πρώτη φορά κλίνεται σε όλους τους τόνους: «…Ε, αν δεν έχουν πετρέλαιο, δώστε τους βιο-καύσιμα», «Τέλος η εποχή των βασιλιάδων», «Λιγότεροι βασιλιάδες, περισσότερες βασιλόπιτες», «Ζούμε για να πατήσουμε στα κεφάλια των βασιλιάδων»… Σε κατάσταση προφανούς πανικού, η μακρονική εξουσία από την μια λανσάρει επικοινωνιακές επιχειρήσεις και από την άλλη ενεργοποιεί έναν άνευ προηγουμένου κατασταλτικό μηχανισμό. Ωστόσο, η τηλεοπτική εμφάνιση του Μακρόν και τα μέτρα που ανακοίνωσε ακυρώθηκαν εν τη γενέσει τους, η ανοιχτή επιστολή που απηύθυνε στον λαό δεν διαβάστηκε καν, και ο δήθεν δημόσιος διάλογος που εισήγαγε προκάλεσε την ειρωνεία των κίτρινων γιλέκων αφού, προκλητικά, δεν λάμβανε καν υπόψη τα αιτήματά τους. Η προεδρική «παιδαγωγική» και τα τεχνάσματα της επικοινωνίας δεν καταφέρνουν να κατευνάσουν. Οι μάσκες έχουν πέσει. Οι εικόνες καταστολής που κάνουν τον γύρο των κοινωνικών δικτύων μόνο ολοκληρωτικό καθεστώς θυμίζουν. Κάθε Σάββατο, ελικόπτερα πετούν πάνω από τις πλατείες, αύρες και θωρακισμένα οργώνουν τους δρόμους και η χρήση όπλων που, απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης μόνο η Γαλλία επιτρέπει, έχει κανονικοποιηθεί. Δέκα χιλιάδες πλαστικές σφαίρες έχουν στοχεύσει τα σώματα των διαδηλωτών, χώρια τα δακρυγόνα και λοιπά πυρομαχικά, προκαλώντας περίπου χίλιους τραυματίες, ανοιγμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κομμένα χέρια… Οι συλλήψεις γίνονται πλέον «προληπτικά», οι φυλακισμένοι πληθαίνουν, ενώ μόλις ψηφίστηκε νόμος για να φημώσει τους πάντες δια παντώς. Εάν η καταστολή δεν ήταν τέτοιας πολεμικής χροιάς, εάν δεν κινδύνευες να βγεις αόμματος ή ακρωτηριασμένος από τη διαδήλωση, η προσέλευση θα ήταν προφανώς μαζικότερη. Και ενώ τα συστημικά ΜΜΕ κραυγάζουν για τις σπασμένες βιτρίνες, η βία της αστυνομίας έχει αρχίσει να κλονίζει και τους ίδιους τους αστυνομικούς. Υποστηρίζοντας ότι η εξουσία έχει χάσει κάθε της νομιμοποίηση και ότι ο Μακρόν πρέπει να παραιτηθεί, ο Φρεντερίκ Λορντόν, σε πρόσφατο άρθρο του, καταλήγει χαρακτηριστικά: «Ο Μακρόν θα μείνει στην ιστορία, είναι πλέον σίγουρο. Ως Μακρόν-ο-οφθαλμοβγάλτης ή Μακρόν-ο-χειροβομβίδας. Ίσως ως Μακρόν-το-ελικόπτερο. Είναι ευκταίο. Γιατί τώρα, πρέπει να φύγει.»[5]
Η κρατική τρομοκρατία οξύνεται μέσα από την προβολή των ακροδεξιών στοιχείων ως ιδεολογικά κυρίαρχων, ενώ τελευταία αναδύεται ως και το συνομοσιολογικό σκιάχτρο του «σκοτεινού εξωτερικού δακτύλου». Ειπώθηκε, πράγματι, ότι ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα υπάρχουν φασίστες, ότι πολλοί είναι ψηφοφόροι της Λε Πεν, ότι ορισμένα αιτήματά τους είναι κατά των μεταναστών. Το πραγματικό ερώτημα είναι: υπάρχει καλός και κακός λαός; Και έστω ότι οι ψηφοφόροι του Εθνικού Μετώπου είναι ο «κακός λαός», πού αλλού θα γίνουν οι διεργασίες για την ενδεχόμενη μετατόπισή του, αν όχι στον δρόμο, στα κινήματα και μέσα από την επαφή με τους άλλους; Εξάλλου, ποιος επί της ουσίας εκφασίζει τα πλήθη, αν όχι η κοινωνικά ρατσιστική πολιτική των κυβερνώντων; Ποιος αν όχι η ρητορική του μίσους που με τον Μακρόν ξεπέρασε κάθε σύγχρονο προηγούμενο; Οι ψηφοφόροι της Λε Πεν είναι συχνά άνθρωποι της εργατικής τάξης, κάτοικοι των απο-βιομηχανοποιημένων περιοχών που η ανεργία έχει γονατίσει, απογοητευμένοι και εγκαταλελειμμένοι από την κοινοβουλευτική αριστερά, αποπροσανατολισμένοι κι αυτοί σ’ έναν κατακερματισμένο κόσμο. Στους τρεις αυτούς μήνες, αποδεικνύεται ότι πράγματι στον δρόμο μετατοπίζονται οι ακροδεξιές τοποθετήσεις: τα κίτρινα γιλέκα στέφονται ολοταχώς προς τα αριστερά, κι ο λόγος τους γίνεται όλο και πιο ταξικά δομημένος. Μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους, συνειδητοποίησαν ότι δεν ταυτίζονται με τα ερωτήματα τα οποία θέτει η εξουσία ουσιαστικά για να περάσει τις διαχειριστικές της απαντήσεις. Δουλεύουν προς την κατεύθυνση της αλλαγής του ερωτήματος.[6] Να ένα ακόμα μεγάλο βήμα.
Τα γαλλικό κίνημα των κίτρινων γιλέκων είναι η απάντηση στον ορντολιμπεραλισμό ως επίσημης πλέον πολιτικής της Ευρώπης. Το 2005, το 55% των Γάλλων είχε πει «όχι» στο δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, έχοντας απόλυτα αντιληφθεί τι αυτό συνεπαγόταν. Ο Σαρκοζί, λίγο αργότερα, έκανε το «όχι», «ναι». Εξόφθαλμα τα κράτη διαλύονται, τα δικαιώματα (πλέον και τα συνταγματικά) καταπατούνται, το κεφάλαιο χαίρει της πλέον ανερυθρίαστης ανομίας, ενώ παράλληλα διατείνεται στην ορθή γλώσσα των γκικ, που αντ’ αυτού μιλούν οι πολιτικοί, όλες τις παραλλαγές του μαζιταφάγαμε. Δεκατέσσερα χρόνια μετά το «όχι» εκείνο, τα κίτρινα γιλέκα επιβεβαιώνουν την ορθότητα των τότε φόβων και σηματοδοτούν μια ιστορική καμπή στον τρόπο πάλης. Μαζί τους, αναβιώνει η ταξική συνείδηση, ενσαρκώνεται η δυνατότητα εξέγερσης και σκιαγραφείται η σύγχρονη μορφή της. Τα κίτρινα γιλέκα, κι εμείς μαζί τους, ζητάμε το τέλος του κόσμου τους.
[1] Η κατάργηση από τον Μακρόν του Φόρου Αλληλεγγύης στην Περιουσία (ISF) βιώθηκε πολύ τραυματικά από πολύ μεγάλη μερίδα των Γάλλων. Η επιστροφή του είναι πάγιο αίτημα των κίτρινων γιλέκων.
[2] Με τη χαρακτηριστική έπαρση του μονάρχη και με την βιαιότητα του τραπεζικού, ο Μακρόν έχει χαρακτηρίσει τους Γάλλους «τεμπέληδες», «κυνικούς», «αλκοολικούς», «αγράμματους», «οπισθοδρομικοὐς Γαλάτες», έχει φιλοσοφήσει παρατηρώντας ότι «ένας σταθμός τρένου είναι ο χώρος όπου συναντάς ανθρώπους επιτυχημένους και ανθρώπους που δεν είναι τίποτα», έχει εκτιμήσει ότι αρκεί «να περάσεις τον δρόμο απέναντι για να βρεις δουλειά», είχε προσεγγίσει την κοινωνική πολιτική ως κάτι που «κοστίζει ένα κάρο φράγκα». Το γνωστό ζευγάρι κοινωνιολόγων Pinçon-Charlot, στο βιβλίο Ο πρόεδρος των ύπερ-πλουσίων που πρόσφατα του αφιέρωσαν, τον περιγράφουν ως «αρχηγό του κεφαλαίου και πρωτεργάτη του ταξικού πολέμου».
[3] Είναι χαρακτηριστικό ότι ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών και κατόπιν ενθάρρυνσης κυβερνητικών κύκλων, έχουν κάνει την εμφάνισή τους δύο εκλογικές λίστες, οι οποίες διεκδικούν την ετικέτα των κίτρινων γιλέκων και τις οποίες η βάση έχει ρητά αποκηρύξει: τόσο τα κίτρινα γιλέκα όσο και ο Μακρόν ξέρουν καλά ότι το να μπουν στο θεσμοποιημένο πολιτικό παιχνίδι συνεπάγεται την εξουδετέρωσή τους.
[4] Κάνοντας την αναγωγή του 79% της συμμετοχής και του 45% της «χρήσιμης ψήφου», το 24,1% του πρώτου γύρου γίνεται 10,5%. Πηγή: OpinionWay
http://opinionlab.opinion-way.com/dokumenty/OpinionWay-SondageJourduVote-Tour1Presidentielle201723avril2017.pdf
[5] https://blog.mondediplo.net/il-est-alle-trop-loin-il-doit-partir
[6] Πρόκειται για συμπέρασμα της έρευνας πεδίου του κοινωνιολόγου Μιχάλη Λιανού. (https://lundi.am/UNE-POLITIQUE-EXPERIENTIELLE-II-Les-gilets-jaunes-en-tant-que-peuple-pensant)
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής