Έχουν πολλά γραφτεί για τον «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ και πολλές είναι οι αναζητήσεις της αλληλουχίας που θα είχαν τα 29 αποσπάσματα, εάν ο θάνατος δεν διέκοπτε τη συγγραφή, υποχρεώνοντας τους σκηνοθέτες να δοκιμάζονται εσαεί στη συρραφή των άλλοτε εκτενέστερων κι άλλοτε συντομότερων σπαραγμάτων ενός κειμένου που ποτέ δεν θα μάθουμε την έκταση και την τελική μορφή που προσδοκούσε ο συγγραφέας τους.
Το σίγουρο όμως είναι ότι, όπως ο Κολτές ενάμιση αιώνα αργότερα, ξέροντας ότι πεθαίνει, αφήνεται να εντυπωσιαστεί από την αληθινή ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου Ρομπέρτο Ζούκο και γράφει τον δικό του «Ρομπέρτο Τσούκο», έτσι και ο Μπύχνερ, προφανώς ήδη χτυπημένος από τον τύφο, αντλεί από την πραγματική ιστορία του φονιά Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ το υλικό για το δικό του στερνό έργο.
Στη Γερμανία του 1837 ένας πρώην στρατιώτης, χωρίς δουλειά και λόγο ύπαρξης, γίνεται πειραματόζωο στα χέρια της ιατρικής επιστήμης και, από ταπείνωση σε ματαίωση, φτάνει να μαχαιρώσει τη γυναίκα που αγαπά και που τον απατά.
Είτε εκληφθεί ως ο εξπρεσιονιστικός ήρωας ενός πρώιμου (και εξ ανάγκης) Stationendrama, είτε ως ο προάγγελος του νατουραλισμού, είτε σκηνοθετηθεί ως ένα εκσυγχρονισμένο λούμπεν στοιχείο (όπως έκανε ο Όστερμαγιερ το 2004), είτε ως διαχρονικός εκπρόσωπος του υπαρξιακού αδιέξοδου, ο Βόυτσεκ θα είναι πάντα ο πρώτος προλετάριος που διέσχισε τις κουίντες, όχι για να βγει στη σκηνή ως υπηρέτης, αλλά ως κεντρικό πρόσωπο: ένας τραγικός ήρωας της εργατικής τάξης που οι κοινωνικές συνθήκες συνθλίβουν.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κάνει την επιλογή ενός κυκλικού σκηνικού, μια αρένα σε δύο ορόφους, η οποία κατοικείται από πρόσωπα του τσίρκου, με τον Γιώργο Γάλλο στον ρόλο ενός Βόυτσεκ-αρλεκίνου. Η αισθητική εκ πρώτης όψεως παραπέμπει σε μια σύγχρονη εκδοχή του μπαρόκ theatrum mundi, όπου η ζωή είναι ένα θέατρο κι εμείς οι ηθοποιοί που παίζουμε τον ρόλο που μας έχει δωθεί. Ο εγκλωβισμός και η υποταγή στη μοίρα του ρόλου, που η συγκεκριμένη ανάγνωση ενέχει, δεν διαφαίνονται ωστόσο καθαρά. Η ομοιογενής χρήση της ιδέας του τσίρκου (η οποία κατά παράξενο τρόπο δεν αντανακλάται καν στην υποκριτική γραμμή) ισοπεδώνει τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ ο κάθετος άξονας που δημιουργούν τα δύο επίπεδα του σκηνικού δεν αρκεί για να δώσει σάρκα στις εντάσεις που διέπουν τους ήρωες.
«Για μένα ο Βόυτσεκ είναι ένας ποιητής των καιρών του, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο, από ότι όλοι γύρω του», λέει η σκηνοθέτις σε κάποια συνέντευξή της. Εάν πράγματι ο Βόυτσεκ είναι ποιητής, δεν θα έπρεπε κάπως να διαφαίνεται η διαφορετική ματιά του; Δεν θα έπρεπε κάπως ο κόσμος να του αντιστέκεται, να τον διαμορφώνει, να προέκυπτε κάτι από τη σύγκρουσή τους;
Στην ανάγνωση της Ευαγγελάτου, όλοι είναι μέλη του ίδιου, χωρίς εξωτερική προέκταση, σύμπαντος, κι έτσι οι στιλιζαρισμένοι ρόλοι του τσίρκου γίνονται ένα κούφιο αισθητικό τρικ που παραγκωνίζει τον βαθιά πολιτικό πυρήνα του έργου.
Εκείνο που εν τέλει αντιστέκεται στη σκηνή, όπως αντιστάθηκε και στη λήθη του χρόνου, είναι το ίδιο το κείμενο του Μπύχνερ. Και αφήνει τον Γιώργο Γάλλο (που είχε συγκινήσει μέχρι δακρύων στο « Θερμοκήπιο », ανασταίνοντας επί σκηνής τον ίδιο τον Λευτέρη Βογιατζή σ’ εκείνη που έμελλε να είναι η δική του ύστατη παράσταση) να μην ξέρει τι ακριβώς παίζει.
Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ
Σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
https://www.dithepi.gr/el/events/4570/