Για τη θεατρική κριτική #2 – Η χαμένη τιμή

Για τη θεατρική κριτική #2 – Η χαμένη τιμή

Γίνεται λόγος τελευταία για την πληθώρα κριτικών γραφίδων που προ ετών έχει κατακλύσει τα διάφορα μέσα ενημέρωσης. Αν και συγκεχυμένη, η προβληματική, έτσι όπως έχει εκφραστεί σε διάφορα κείμενα, μοιάζει να κατηγορεί άλλοτε το κοινό το οποίο τολμά να καταγράφει τη γνώμη του στους διάφορους διαδικτυακούς χώρους, άλλοτε το ίδιο το διαδίκτυο και τις ανεξέλεγκτες δυνατότητες και συμπεριφορές του, άλλοτε γενικά το γεγονός ότι, υπό την επίφαση ενός εκδημοκρατισμού του κριτικού λόγου, δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τη σοβαρή κριτική από την άσχετη, τους επαγγελματίες από τους τυχάρπαστους. Ας επιχειρήσουμε να δούμε αν πράγματι ο όγκος είναι το πρόβλημα, υποθέτοντας ότι αυτή η ουσιαστικά αμυντική θέση δηλώνει διάθεση αναστοχασμού, και όχι περιχαράκωσης των όποιων κεκτημένων επί της κριτικής ικανότητας.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Η έλευση του ίντερνετ, η κρίση του τύπου, η εμφάνιση των δωρεάν εντύπων, η εξαγορά των άλλοτε ανεξάρτητων εφημερίδων από μεγαλοεπιχειρηματίες έχει τσαλακώσει το κύρος και την αξιοπρέπεια της δημοσιογραφίας συνολικά. Η κριτική ανάλυση δεν βρίσκει πια θέση σε ένα τοπίο που γενικά χαρακτηρίζεται από το γρήγορο και το εύκολο, αν όχι από το ποταπό και το ανερμάτιστο. Όσοι θέλησαν να γλυτώσουν κατέφυγαν σε ανεξάρτητους ιστότοπους που δίνουν μια, ανύπαρκτη αλλού, ελευθερία λόγου και χώρου. Αντιμέτωπη με τις μεταβάσεις αυτές ήρθε και η θεατρική κριτική. Ανοίγοντας άπλετο (και σίγουρα άναρχο) χώρο, η έκρηξη του ίντερνετ επαναπροσδιόρισε τους συσχετισμούς: κατάργησε το μονοπώλιο επί του κριτικού λόγου, ξεβόλεψε τους έως τότε καθιερωμένους κριτικούς, ακύρωσε το συντεχνιακό του επαγγέλματός τους. Συχνά ωστόσο βρήκαν καταφύγιο στο ίντερνετ κριτικοί που είτε ασφυκτιούσαν από τη μείωση του αντίστοιχου χώρου των εφημερίδων είτε αρνούνταν να συμβιβαστούν με τις επιταγές της αγοράς στις οποίες τα έντυπα τους υποχρέωναν. Και βέβαια το ίντερνετ επέτρεψε την εμφάνιση νέων κριτικών. Οι νέες αυτές, μη «έγκριτες» πένες και η συνακόλουθη πληθώρα κλόνισαν πράγματι τον θώκο των αποκαλούμενων «σοβαρών» κριτικών, παρότι ακόμα και αυτοί οι τελευταίοι στην πρώτη περίοδο άνθησης του διαδικτύου προσέτρεξαν με ενθουσιασμό. Δεν αρκεί άρα αυτό για να κλονίσει τη σοβαρότητα της ίδιας της κριτικής…

Εκεί που ο πληθωρισμός της αναφοράς συνεπάγεται διολίσθηση του νοήματος είναι στη χρήση των λέξεων «σοβαρός» και «επαγγελματίας». Σε προηγούμενο κείμενο αναφερθήκαμε σε αυτό που κοινώς ονομάζεται «κατά παραγγελία κριτική». Στην κριτική δηλαδή που λειτουργώντας ως εντολοδόχος, στέφει με δάφνες μια βραχεία λίστα αλλού αποφασισμένη, πριμοδοτεί κατ΄εντολή χώρους και τα «προϊόντα» τους, ακολουθεί εν ολίγοις τη «γραμμή». Μια κριτική που γράφει κατά παραγγελία και δη, ενίοτε, επί χρήμασι. Όσο το πρόβλημα παραμένει ενεργό είναι παντελώς άχρηστο να αναρωτιέται κανείς πώς θα διαχωρίσει την ήρα από το στάρι. Η αρχή είναι αυτή.

Μια άλλη χρήση του όρου «επαγγελματίας» θεωρεί την (επίσημη) αμοιβή απόδειξη –ή έστω κριτήριο- εγκυρότητας. Εάν αρνηθούμε να συμπλεύσουμε με την αγορά και τα κριτήριά της στον ορισμό του τι έχει αξία και τι δεν έχει, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι επαγγελματισμός και αμοιβή δεν πάνε αναγκαστικά μαζί. Άλλωστε, αν ήταν έτσι, όλο σχεδόν το ελληνικό θέατρο θα έπρεπε να θεωρείται ερασιτεχνικό, αφού δύσκολα βρίσκει κανείς παραστάσεις όπου οι συντελεστές πληρώνονται κανονικά. Για να μην αναφερθούμε καν σε περιπτώσεις αμοιβόμενων κριτικών συζητήσιμου επαγγελματισμού. Άλλα λοιπόν κριτήρια, πέρα από τα χρήματα, συνθέτουν τον επαγγελματισμό του κριτικού.

Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα που ξεπροβάλλει υπό τον τίτλο της πληθώρας –αν όχι του «όχλου»- των κριτικών; Ζητούμενο εδώ είναι να δούμε εάν διαφοροποιούνται εμφανώς οι κριτικές των αυτοαναγορευμένων «σοβαρών» κριτικών από τις κριτικές όσων οι «σοβαροί» αποκαλούν «ο καθένας». Εάν οι διαφορές είναι ευδιάκριτες, ουδείς λόγος συντρέχει για κυνήγι μαγισσών: όλοι πληρούν έναν ρόλο και ο αναγνώστης θα κάνει τις επιλογές του, έστω και εν μέσω κακοφωνίας. Εάν όμως δεν είναι, εάν η κριτική του «καθένα» καταλήγει να τείνει έναν δύσμορφο καθρέφτη, έναν καθρέφτη που δείχνει διογκωμένες τις νοσολογίες των «σοβαρών», τότε η ανησυχία είναι προφανώς δικαιολογημένη. Άλλωστε, οι νέοι κριτικοί μαθαίνουν διαβάζοντας τους παλιότερους. Αυτοί είναι οι δάσκαλοι. Εάν υπάρχει πρόβλημα ποιότητας, εάν υπάρχει ζήτημα προσέγγισης, ύφους ή και γραφής, ας αναζητηθεί στη ρίζα του, και όχι στους, κακούς έστω, αντιγραφείς.

Από την άλλη, ιστορικά, οι εκτιμήσεις της δημοσιογραφικής κριτικής, αν και κοντά στα γούστα του κοινού (ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό), σε γενικές γραμμές ξεχνιούνται. Κανείς δεν θυμάται τι είχε ακριβώς ειπωθεί από την κριτική της εποχής για τους «Όρνιθες» του Κουν το 1959. Η παράσταση όμως έμεινε στην ιστορία. Κανείς δεν θυμάται τι γράφτηκε στις εφημερίδες όταν ο Μπρεχτ και το Berliner Ensemble έπαιξαν για πρώτη φορά στο Παρίσι. Η ιστορία όμως συγκράτησε το κριτικό έργο των Ρολάν Μπαρτ και Μπερνάρ Ντορτ μέσα από το περιοδικό «théâtre populaire». Κι όταν το 2005 στο φεστιβάλ της Αβινιόν, οι δημοσιογράφοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να παίξουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο (ολιγάριθμο αλλά θορυβωδώς εκνευρισμένο) κοινό και τις νεωτεριστικές τότε προτάσεις των Ρομέο Καστελλούτσι και Ιάν Φάμπρ, κραυγάζοντας για σκάνδαλο και ζητώντας την παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού, εκείνοι που ανταποκρίθηκαν στον ρόλο ήταν πανεπιστημιακοί και σκηνοθέτες. Το αποτέλεσμα του εν λόγω αναστοχασμού έγινε μάλιστα αντικείμενο έκδοσης και αποτελεί πλέον ιστορική πηγή.

Η διεθνής εμπειρία λοιπόν λέει ότι ο «έγκριτος» λόγος παράγεται κατά βάση από την πανεπιστημιακή έρευνα, από τα εξειδικευμένα περιοδικά με τα εκτενή τους αναλυτικά άρθρα, μέσα από τη συμμετοχή του κριτικού στη διαδικασία παραγωγής του έργου, από κριτικούς-συνοιδοπόρους των καλλιτεχνών απολύτως προστατευμένους από ιδιωτικά συμφέροντα. Εμμέσως και εξ αντανακλάσεως, αυτός ο κριτικός λόγος νομιμοποιεί ή αποκαθηλώνει, συν τω χρόνω, τον λόγο των δημοσιογράφων-κριτικών. Η εγχώρια εξαίρεση θέλει συχνά τους πανεπιστημιακούς να είναι και δημοσιογράφοι, και τους δημοσιογράφους να γίνονται πανεπιστημιακοί. Πώς όμως συνδυάζονται οι δύο αυτές λειτουργίες που, αν δεν είναι αντικρουόμενες, είναι πάντως απομακρυσμένες; Πώς βρίσκεται η ισορροπία ανάμεσα στις ενδεχόμενες προσταγές των επιχειρηματιών-εργοδοτών και την ανεξαρτησία της πανεπιστημιακής έρευνας, που εξ ορισμού οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος; Πώς ο πανεπιστημιακός καταφέρνει να μην κοιτά την κάθε παράσταση υπό το πρίσμα του αντικειμένου έρευνάς του, αλλοιώνοντας έτσι τον ρόλο του δημοσιογράφου; Η «σοβαρή» δημοσιογραφική κριτική, η κριτική που δεν καλύπτει πρωτίστως την επικαιρότητα αλλά το κενό που αφήνει η παράσταση, που αναζητά μια γλώσσα ισάξια της παράστασης για να αποτυπώσει τη σχέση της με τον κόσμο, και ει δυνατόν να συνεχίσει τον διάλογο, δεν μπορεί να ασφυκτιά στα ερευνητικά χωράφια εν είδει μονοκαλλιέργειας.

Μια σειρά άλλα ερωτήματα τίθενται λοιπόν, τα οποία διόλου δεν ακούγονται. Ποιο αντίβαρο προτείνει η «σοβαρή» κριτική στην εισβολή του lifestyle περιεχομένου, των glamour συνεντεύξεων, των ανάλαφρων must προβολών; Τι λεξιλόγιο έχει αντιτάξει σε όλο αυτό το αμερικανίζον στυλ που τα δωρεάν κυρίως έντυπα έχουν διαχύσει; Φωτίζει τους άγνωστους καλλιτέχνες και το έργο τους ή ακολουθεί σαν σκιά τους ήδη γνωστούς προκειμένου να φωτιστεί λίγο κι αυτή; Τι ματιά έχει υιοθετήσει αντί του αφ’ υψηλού ύφους και της από καθ’ έδρας στάσης που οι πρώτοι διδάξαντες εισήγαγαν; Απαλλάχθηκε από τον ρόλο του δικαστή και ποιον ρόλο ενστερνίστηκε αντ’ αυτού;Τι έχει αντιπροτείνει στην αυτοαναφορικότητα όσων γραφόντων περικλείουν τον κόσμο στο δικό τους εγώ; Με ποιον συνομιλεί; Με τον καταναλωτή του θεάματος ή με τη θεατρική πράξη; Σε μια εποχή που το θέατρο έχει προ πολλού ξεπεράσει τη μεταδραματική φάση, κατάφερε να ξεφύγει από την ιστορική κειμενοκεντρική προσέγγιση ή έχει εκπέσει σε μια πλοκοκεντρική στειρότητα, τυφλό σημείο της οποίας συχνά αποδεικνύεται η καλλιτεχνική πρόταση; Τι έχει απογίνει με το μπόλιασμα της θεατρικής κριτικής από αυτούς που, χωρίς υπερβολή, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τρολ του αρχαίου δράματος; Απο-τρολοποιήθηκε η κριτική έκτοτε; Πώς εκτόνωσε το διδακτικό της μένος και με ποια εργαλεία μετασχημάτισε τις αγκυλώσεις της; Σε κάθε περίπτωση, εάν πράγματι η κριτική αναζητά μια χαμένη ποιότητα, ποια παράθυρα ανοίγει για να αναπνεύσει ελεύθερα και ποιες πόρτες διαρρηγνύει για να συναντήσει εκείνους με τους οποίους θα αναστοχάζεται τον ρόλο και τα εργαλεία της; Πού αποτυπώνει τις διαδικασίες και τα συμπεράσματα του αναστοχασμού αυτού;

*Εντός παρενθέσεως*

Στην «Ελευθεροτυπία» της 3ης Ιουλίου 2006, ο Μηνάς Χρηστίδης γράφει για τις Βάκχες του Τερζόπουλου: «Είμαι περίεργος να μάθω αν οι Τούρκοι θεατές έμειναν ευχαριστημένοι να ακούμε τους ηττημένους Πέρσες να μιλάνε τη γλώσσα τους. Εδώ πάντως, στην Επίδαυρο, δεν νομίζω να έμειναν οι Έλληνες θεατές ευχαριστημένοι ν’ ακούν ένα ελληνικό έργο του Αισχύλου να μιλιέται το μισό στα τουρκικά. Ούτε ο Αισχύλος νομίζω θα ήταν ευχαριστημένος να μπορούσε ν’ ακούσει τη σημερινή παράσταση του έργου –πέρα από τα μεταφρασμένα δικά του ελληνικά- και τα αμετάφραστα και ακατανόητα τουρκικά.» Ο δε ακαδημαϊκός Κώστας Γεωργουσόπουλος, στα «Νέα» της 9ης Αυγούστου 2008, δηλώνει: «Δεν έχεις το ηθικό δικαίωμα να παραμορφώνεις, να ακρωτηριάζεις, να μεταμοσχεύεις σε ζωντανά σώματα πεθαμένα όργανα, να αλλάζεις φύλο ή να κάνεις λοβοτομή σε άρτια σώματα, σε “ζώα” υγιή και αρτιμελή. Μια τέτοια πράξη στον καθημερινό βίο είναι κακουργηματική. Και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το να ευνουχίζεις έναν άνδρα, να αφαιρείς τα όργανα από ένα παιδί, να βιάζεις ένα νήπιο είναι ανοσιούργημα και τα εκτεθειμένα και ανυπεράσπιστα τέκνα της τέχνης μπορεί ο καθένας να τα βασανίζει, να τα ανασκολοπίζει, να τα κατακρεουργεί.»

Διαβάζοντας αυτά, θυμήθηκα το άρθρο του Εμίλ Ζολά για τον Φρανσίσκ Σαρσέ, κριτικό που, την εποχή που αυτό ήταν ακόμα δυνατόν, κατέβαζε παραστάσεις εν μια νυκτί. Έγραφε λοιπόν σκωπτικά το 1877 ο Ζολά: «Ένας έμπορος, ένας υφασματέμπορος λόγου χάρη, πήγε να παρακολουθήσει ένα καινούριο θεατρικό έργο. Η εντύπωση που αποκόμισε ήταν έντονη. Μονάχα που, καθώς δεν έχει συνηθίσει να αναλύει τις εντυπώσεις του, δύσκολα μπορεί να εξηγήσει τι ένοιωσε. Την Κυριακή το βράδυ αγοράζει την «Le Temps», διαβάζει το άρθρο του Sarcey και νοιώθει μια άνευ ορίων ικανοποίηση. Ο Sarcey αποκόμισε τις ίδιες εντυπώσεις. Ο Sarcey του εξηγεί τις εντυπώσεις αυτές, όχι με λόγια δυσνόητα, αλλά με λόγια που κι ένας υφασματέμπορος θα χρησιμοποιούσε.»

Σίγουρα, ο ίδιος υφασματέμπορος σήμερα, όχι μόνο θα χειροκροτούσε, θα έβαζε τα πόδια στο τραπέζι και θ’ άνοιγε σαμπάνια.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject

Για τη θεατρική κριτική #1 – Καλπάζοντας με τα πουλέν

Για τη θεατρική κριτική #1 – Καλπάζοντας με τα πουλέν

Δεν είναι η πρώτη φορά που η θεατρική κριτική δέχεται τα βέλη των καλλιτεχνών που δυσαρέστησε. Πριν από την πρόσφατη αντίδραση του Χάρη Φραγκούλη σε αυτούς που αποκάλεσε «θεσμικούς κριτικούς» δηλώνοντας ότι δεν «μπορούν να πιάσουν τα λεμόνια [τ]ου», έχει υπάρξει εκείνη της Άντζελας Μπρούσκου κατά της Ματίνας Καλτάκη, η διαμάχη μεταξύ του Δημήτρη Καραντζά και του Γιώργου Σαμπατακάκη, η απαγόρευση του Γιάννη Χουβαρδά -και όχι μόνο- να βλέπουν ορισμένοι κριτικοί τις παραστάσεις του. Όσο κι αν τα ίχνη έχουν σβηστεί από τα κοινωνικά δίκτυα που συνήθως είναι οι φορείς τέτοιου είδους εμπαθειών, όλα αυτά έχουν πολλάκις συζητηθεί και μένουν καταγεγραμμένα στις μνήμες. Που είναι συσσωρευτικές. Ταιριάζει λοιπόν να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει. Γιατί εξαπολύονται εκατέροθεν κατηγορίες; Ποιος κατηγορεί ποιον για θεσμικότητα; Τι είναι τελικά καινούριο και τι δεν είναι;

Σχετικά με τις πολεμικές ιαχές ενάντια στην κριτική, το πρόσφατο άρθρο της Ματίνας Καλτάκη «Η δυσανεξία στην κριτική», με αφορμή την υπόθεση Φραγκούλη, και το παλιότερο κείμενο του Γιώργου Βουδικλάρη «Περί θεατρικής κριτικής και άλλων καλλιτεχνικών δεινών» τοποθετούν το ζήτημα στο σύγχρονο πλαίσιό του. Δεν θα επανέλθουμε στα όσα εύγλωττα υπογραμμίζουν. Tο φαινόμενο δεν είναι, ωστόσο, διόλου τωρινό. Είναι τόσο παλιό όσο και η ίδια η καλλιτεχνική έκφραση. Η ιστορία της λογοτεχνίας βρίθει από λιβέλους και σάτυρες, κριτικές και κριτικές των κριτικών, απαντητικές επιστολές και έμμετρους διαξιφισμούς που μόνο με το γάντι δεν έσφαζαν. Οι αναβρασμοί αυτοί αντανακλούσαν τη ζωτικότητα του καλλιτεχνικού χώρου και τροφοδοτούσαν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του. Ήταν τότε που οι κριτικές προς τους συγγραφείς έρχονταν συνήθως από άλλους συγγραφείς. Ο διάλογος, έστω και υπό τη μορφή σκληρής μάχης, ήταν ενδοοικογενειακός, άρα ο λόγος ήταν εξ ορισμού ισότιμος και ως εκ τούτου νομιμοποιημένος.

Το πρόβλημα αρχίζει να τίθεται με διαφορετικούς όρους από τη στιγμή που η κριτική κόβεται από την καθεαυτό παραγωγή του έργου. Όταν δηλαδή η κριτική γίνεται επάγγελμα, όταν ο κριτικός γίνεται ένας «μυημένος» θεατής, οπότε και αλλάζει η πρόσληψη των γραφόμενών του. Εύλογα λοιπόν τίθεται συστηματικά το ερώτημα της θέσης από την οποία μιλάει ο κριτικός και συχνά αμφισβητείται η νομιμοποίηση του λόγου του. Αυτό, από την άλλη, τον αναγκάζει να αναστοχάζεται τη θέση, τον ρόλο και τα εργαλεία του. Ακόμα κι αν η θεατρική κριτική δεν έχει την επίδραση που είχε κάποτε, ποτέ δεν έπαψε να δέχεται την κατηγορία της θεσμικότητας, τη συμμετοχή της σε κλίκες και φατρίες. Πέραν του ενδεχόμενου μια τέτοια κατηγορία να ισχύει, η δυσανεξία που προκαλεί η κριτική συνδέεται συχνά με την ανικανότητά της να διακρίνει και να αποδεχτεί τις νέες καλλιτεχνικές γλώσσες. Συνδέεται κυρίως με την απούσα, ή έστω ελλειπή, κατανόηση της πρόθεσης του καλλιτέχνη, και γεννά επιδερμικές αντιδράσεις όταν η ίδια είναι επιδερμική. Όταν είναι απλή παράθεση του προσωπικού γούστου και του θυμικού του κριτικού. Ο γόνιμος διάλογος μετατρέπεται σε εμπαθή μάχη όταν ο κριτικός παύει να διαμεσολαβεί ανάμεσα στη θεατρική πρόταση και το κοινό. Όταν, ακόμα χειρότερα, αποδεικνύεται περισσότερο «συνδαιτυμόνας» παρά συνοδοιπόρος.

Για να ξεμπερδέψουμε το κουβάρι της κατηγορίας της «θεσμικότητας», ας δούμε καταρχήν ποιος την εξαπολύει. Συχνά λοιπόν δεν προέρχεται από εξωθεσμικούς καλλιτέχνες. Από ερημίτες που κάνουν τη δουλειά τους μακρυά από τα ενοχλητικά φώτα της δημοσιότητας. Είναι άνθρωποι που δίνουν συνεντεύξεις, ποζάρουν για φωτογράφιση, χρησιμοποιούν εν ολίγοις την προβολή που ο τύπος προσφέρει. Άραγε η υπόσχεση που κρύβεται πίσω από τα ιλουστρασιόν εξώφυλλα δεν είναι ακριβώς αυτή; Να βάλει το αναπαριστώμενο πρόσωπο σ’ ένα είδος απυρόβλητου; Η κατηγορία του θεσμικού τότε αντιστρέφεται: οι ήρωες πληθώρας τυπογραφικών σελίδων που φύρδην μίγδην ανακατεύουν lifestyle και ανεκδοτική παραστασιολογία έχουν αποκτήσει προφανώς τις κακομαθημένες συνήθειες των πουλέν της «νόμιμης» και με νέον φωτιζόμενης καλλιτεχνικής «αγοράς». Εάν μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε μια κάποια συνέπεια ως προς τα στρεβλά διδάγματα του star system, δεν μπορούμε σίγουρα να τους αποδώσουμε την ιδιότητα του αναμαλλιασμένου αουτσάιντερ που δικαιούται να βάλλει όπου του ‘ρθει.

Προφανώς όμως η κατηγορία περί θεσμικών κριτικών δεν προκύπτει από το πουθενά. Υπάρχει πράγματι μια κριτική που είναι μέρος ενός γενικότερου συστήματος, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετεί. Μια κριτική δηλαδή που όχι απλώς δεν προσπαθεί να είναι αντικειμενική, όχι απλώς δεν προσπαθεί να είναι ανεξάρτητη, αλλά είναι εντολοδόχος και ανοιγοκλείνει το στόμα της κατά παραγγελία. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι πρόκειται για κάτι το φυσικό και διόλου καινούριο. Ισοπεδώνοντας όλα τα μεγέθη, να θυμηθούμε ότι κι ο μέγας Βικτόρ Ουγκώ με τον Ερνάνη του έγινε στόχος οργανωμένης πολιτικο-λογοτεχνικής καμπάνιας εναντίον του… Εκείνο που είναι όμως καινούριο είναι η διαδεδομένη και βάσιμη αίσθηση ότι υπάρχει ομερτά γύρω από ορισμένα ονόματα. Μια σειρά από περιπτώσεις δείχνει ότι υπάρχει κριτική που, λειτουργώντας ως υποχείριο, στέφει με δάφνες μια short-list αλλού αποφασισμένη, πριμοδοτεί κατ΄εντολή χώρους και τα «προϊόντα» τους, ακολουθεί εν ολίγοις «τη γραμμή».

Βέβαια, σ’ έναν χώρο τόσο μικρό σαν τον αθηναϊκό, όλοι ξέρουν ποια είναι η κριτική αυτή. Και όλοι ξέρουν ότι όλοι ξέρουν. Τα ονόματα και οι περιπτώσεις κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα σαν σεξιστικά ανέκδοτα, με ανάμεικτη αγανάκτηση και τρανταχτά γέλια.

Η συνέχεια στο επόμενο…

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject