Ο εκδημοκρατισμός της πρόσβασης στην τέχνη κι εγώ

Ό,τι αναφέρω παρακάτω αφορά κυρίως την εμπειρία μου στη Γαλλία, όπου έζησα από το 1991 εώς το 2017.

Ο προβληματισμός μου σχετικά με αυτό που ονομάζουμε εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στην τέχνη, και ειδικότερα στο θέατρο που είναι ο τομέας έρευνάς μου, ξεκίνησε κυρίως με την ενασχόλησή μου με τη θεατρική κριτική. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι: Σε ποιον απευθύνονται οι κριτικές που γράφω; Ποιος είναι ο ρόλος της κριτικής σε ένα εκδοτικό πλαίσιο απαξίωσής της και αντικατάστασης της κριτικής ματιάς από την προβολή των θεατρικών παραγωγών μέσω κειμένων διαφημιστικής ουσιαστικά υφής; Πώς να βρει κανείς μια ισορροπία ανάμεσα στις εμπορικές απαιτήσεις των εκδοτών και την επιθυμία για μια κριτική που θα ετίθετο στην υπηρεσία τόσο της δουλειάς των καλλιτεχνών όσο και του κοινού ώστε να το «εκπαιδεύσει» και να αυξήσει τις απαιτήσεις του; Έντονος προβληματισμός, καθαρά πολιτικός σε μια εποχή όπου το ίντερνετ γινόταν ένας χώρος ανοιχτής πρόσβασης στην πληροφόρηση. Μαζί με κάποιους φίλους, φτιάξαμε λοιπόν ένα σάιτ που μας επέτρεψε επί 10 ολόκληρα χρόνια να κάνουμε την κριτική που θέλαμε να διαβάζουμε!

Ορισμένοι πανεπιστημιακοί μας άνοιξαν τις αίθουσές τους και μας έδωσαν τη χαρά να μοιραστούμε τους προβληματισμούς μας, την εκδοτική μας γραμμή και τα συμπεράσματά μας, με τους φοιτητές των θεατρικών σπουδών. Το πάθος μου γι’ αυτό που στη Γαλλία ονομάζεται «Σχολείο του θεατή» είχε αρχίσει να παίρνει μορφή…

Παράλληλα, είχα την τύχη να γνωρίσω το θέατρο-φόρουμ (τεχνική του Θεάτρου του Καταπιεσμένου) ως εργαλείο κοινωνικής παρέμβασης. Δούλεψα με κάθε είδους κοινό, από μαθητές μέχρι άστεγους, από στελέχη επιχειρήσεων μέχρι άτομα σε επανένταξη. Η εμπειρία μου αυτή, φαινομενικά άσχετη με τον εκδημοκρατισμό της τέχνης, με οδήγησε στα καίρια ερωτήματα της συμμετοχικότητας και της στάσης του εμψυχωτή. Δουλεύουμε για ή με την ομάδα; Πώς αντιμετωπίζουμε τους ταξικούς διαχωρισμούς που ξεπροβάλλουν μόλις ο εμψυχωτής τοποθετηθεί, ή έστω εκληφθεί, ως «κατέχων τη γνώση»; Πώς λοιπόν μπορούμε να προσεγγίσουμε μια διαμεσολάβηση απαλλαγμένη από ταμπέλες και φραγμούς που το συμβολικό μας κεφάλαιο ακούσια μας αποδίδει; Πώς απαλλασσόμαστε από την «από καθέδρας» ματιά και στάση; Και από την πλευρά της διοργανώτριας δομής, πώς αυτή επικοινωνεί την πολιτιστική πρόταση στο κοινό; Πώς διαμορφώνει την πρόταση; Με βάση τις ανάγκες του πεδίου ή με βάση τις δικές της δυνατότητες ή/και επιθυμίες; Ποιος ορίζει τις τελευταίες; Πώς αλιεύονται οι πρώτες;…

Στα ζητήματα αυτά, το κίνημα της γαλλικής Education populaire μου έδωσε απαντήσεις αλλά και τεχνικές, μέσα από μια σειρά εκπαιδεύσεων που έκανα πλάι σε έναν πολύ σημαντικό για μένα εκπρόσωπό της: τον Franck Lepage και τους συνεργάτες του.

Θέλοντας να εμβαθύνω το θεωρητικό υπόβαθρο των προσωπικών μου διαπιστώσεων, και ταυτόχρονα να διευρύνω το ίδιο το πεδίο αναφοράς μου, έκανα ένα δεύτερο μεταπτυχιακό με τίτλο «Σχεδιασμός και υλοποίηση πολιτιστικών προγραμμάτων». Στα πλαίσια αυτής της μαθητείας, η μεταπτυχιακή μου εργασία σχετιζόταν με την ιστορία των πολιτικών εκδημοκρατισμού του γαλλικού Υπουγείου Πολιτισμού, και είχε ως πρακτικό πεδίο τη σύγκριση δυο πολιτιστικών προγραμμάτων απευθυνόμενων σε μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης -ένα «μη-κοινό» δηλαδή σε υποχρεωτική επαφή με την τέχνη μέσω του σχολείου.

Σε ένα από τα δυο αυτά προγράμματα συμμετείχα κι η ίδια ως εμψυχώτρια/κριτικός θεάτρου. Το άλλο, το παρακολουθούσα μέσω της μεταπτυχιακής πρακτικής εξάσκησης που έκανα στην διοργανώτρια δομή (Parc de la Villette). Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μετρήσει κανείς την απόσταση ανάμεσα στην πρόθεση και την εφαρμογή, να αφουγκραστεί τον ξύλινο λόγο ενός «προγραμματικού» εκδημοκρατισμού, να αναλύσει τους λόγους του «εκτροχιασμού» ή της «ανάτασης», για να επιβεβαιώσει (ίσως;) πόσο ο τρόπος παραγωγής είναι καθοριστικός για το π;ποτέλεσμα… Μέλημά μου πάντως ήταν οι προβληματισμοί, αρχικοί και συμπερασματικοί, να θέτουν σε διαρκή συνομιλία την πράξη και τη θεωρία, με στόχο να μην χαθεί ούτε η μια ούτε η άλλη.

Η επάνοδός μου στην Αθήνα είναι σχετικά πρόσφατη για να έχω διαμορφώσει πλήρη εικόνα της εδώ πραγματικότητας. Αυτό που έχω ωστόσο αντιληφθεί είναι ότι η πληθώρα προσφοράς μάλλον δεν συνοδεύεται από κάποιο σχέδιο – πλην ίσως του εμπορικού, έστω κι αν αυτό δεν είναι η καθεαυτώ κερδοφορία, αλλά η απλή προβολή του ονόματος/μάρκας του φορέα ως φορέα με «ανησυχίες». Αυτό λοιπόν που τελικά καλλιεργείται είναι η κατανάλωση  πολιτιστικών και εκπαιδευτικών αγαθών, χωρίς να διαφαίνεται κάποια επί της ουσίας πολιτική, κάποιο όραμα. Οι φορείς μοιάζουν να αγνοούν το πεδίο…

Αθήνα, 2018