Η «πειραματική» γενιά των τεσσάρων ενσήμων

Η «πειραματική» γενιά των τεσσάρων ενσήμων

Ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες το τελευταίο Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών, που ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης εγκαινίασαν πριν τέσσερα χρόνια ως νέοι τότε διευθυντές της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού θεάτρου. Στην ετήσια αυτή συνάντηση νέων καλλιτεχνών και κοινού, οι σκηνοθέτες καλούνται να δημιουργήσουν γύρω από ένα θέμα. Φέτος ήταν η Αθήνα και τα ερωτήματα που ταλανίζουν τους κατοίκους της: «Είναι η Αθήνα η πόλη που αγαπάμε ή μια πόλη που φοβόμαστε; Η πόλη που αποδέχεται ή που αποστρέφεται το “διαφορετικό”; Η πόλη που ευνοεί με ίσες ευκαιρίες ή μια πόλη οχυρωμένων θυλάκων; Άραγε μπορούμε να ελπίζουμε στη φιλική εξέλιξη της φυσιογνωμίας της;» Τέσσερις παραστάσεις γεννήθηκαν. Μέσα από τις διαφορετικές τους ματιές στην πόλη και τους διαφορετικές τους αισθητικές, ανέδειξαν την εκρηκτική ζωτικότητα του νέου ελληνικού θεάτρου.

Είναι όλοι τους γύρω στα τριάντα, με λιγότερες ή πολλές δουλειές στο ενεργητικό τους και με διαμορφωμένη αντίληψη για το θέατρο που υπερασπίζονται. Ο Ηλίας Αδάμ, ο Γιάννης Παναγόπουλος, ο Δημήτρης Μπαμπίλης, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη και οι συνεργάτες τους (ας μας συγχωρεθεί που για λόγους συντομίας δεν τους αναφέρουμε…), σε δύσκολες συνθήκες υλοποίησης και ταχείς χρόνους, κατάφεραν να ξεπεράσουν σε ζωντάνια και αέρα ανανέωσης την ασθμαίνουσα Κεντρική σκηνή του Εθνικού. Η παρακάτω σειρά δεν είναι αξιολογική: αντανακλά έναν πιθανό εσωτερικό διάλογο μεταξύ των παραστάσεων.

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

Παρεκκλείνοντας από την αθηναϊκή θεματική, ο Ηλίας Αδάμ μεταφέρει για πρώτη φορά στη σκηνή την αυτομυθοπλασία του Γάλλου συγγραφέα Εντουάρ Λουί, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Ο Εντύ ανακαλύπτει την προτίμησή του στα αγόρια μέσα από τα γιουχαΐσματα και τις ταπεινώσεις. Η βαρβαρότητα της γαλλικής επαρχίας καταγράφεται ωμά, όπως ωμά καταγράφονται τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και η βαθειά μοναξιά του νεαρού Εντύ. Αφαιρώντας το όποιο γκέι κλισέ, η απόδοση του Ηλία Αδάμ βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στο βίωμα της διαφορετικότητας, την κατακραυγή της και το πολιτικό τους σκέλος: το μίσος του άλλου ως συνακόλουθο του οργανωμένου κοινωνικού θανάτου της εργατικής τάξης, αλλά και ως ξεφώνημα του όποιου ξεστρατίζει από μια όλο και πιο ασφυκτική κανονικότητα. Εικόνες από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αναδύονται στις μνήμες. Παρότι δεν αναφέρεται ποτέ στην παράσταση, το γεγονός που στοιχειώνει πλέον την ιστορία της Αθήνας συνδιαλέγεται, υπόγεια και σιωπηλά, με την πραγματικότητα της σκηνής.

Το μπλε υγρό

Στους αντίποδες των τραυμάτων της διαφορετικότητας είναι η queer γιορτή που έστησε ο Γιάννης Παναγόπουλος, με αφετηρία τα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου. Συρραφή ανθρώπινων ιστοριών με φόντο την Αθήνα, το «Μπλε υγρό ή Ο ουρανός δε φαίνεται καλά από τη Σόλωνος» είναι ένας καρναβαλικός μεγεθυντικός φακός στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα. Είναι ένα ντεφιλέ πολύχρωμων και αεικίνητων καθημερινών ηρώων που παλεύουν χοροπηδώντας μες στη σκόνη της ευθείας γραμμής, που γελούν στα μούτρα της ραγισμένης επιθυμίας. Ο Γιάννης Παναγόπουλος και η εκρηκτική του παρέα μας δείχνουν πώς η ζωή μπορεί να είναι γιορτή και το θέατρο ο χώρος που αντηχεί την υπέρβαση των ορίων: όχι μόνο επειδή η παράσταση ξεκινά από τον δρόμο και καταλήγει στη σκηνή, όχι μόνο επειδή το φύλο των ηθοποιών είναι αδιάφορο για τον ρόλο που υποδύονται, αλλά και επειδή είχαν την τόλμη να φτάσουν στα άκρα τους περιορισμούς της όποιας παραγωγής και να εισβάλλουν κατά δέκα στη σκηνή, γεμίζοντάς την με την ασυγκράτητη ενεργητικότητά τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα

Στην πρόταση του Δημήτρη Μπαμπίλη, «ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα», η συρραφή δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο των ιστοριών αλλά επεκτείνεται και στις θεατρικές τους μορφές. Σε ένα υβριδικό σύνολο, ηθοποιοί, μουσικοί, κάτοικοι της πόλης, ειδικοί και μη, στοιχειοθετούν έναν προβληματισμό γύρω από τις μεταλλάξεις της πόλης, από την καταστροφή της ιστορικής Αθήνας και την οικοπεδοποίηση μέχρι τον εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση. Βίντεο, μαρτυρίες και αναλύσεις, ποιήματα και αυτοσχεδιαστικές σκηνές είναι τα κομμάτια ενός ανομοιόμορφου παζλ που, μπαίνοντας δίπλα δίπλα, υποχρεώνουν σε μια καλειδοσκοπική ανάγνωση. Ο Δημήτρης Μπαμπίλης βρίσκει τη δική του γλώσσα ενός πολιτικού θεάτρου που ξεβολεύει: οι συμβάσεις είναι πρόσκαιρες ακόμα και στο εσωτερικό της παράστασης, η θέση του θεατή ανατρέπεται συστηματικά, η θεατρικότητα αυτοακυρώνεται με το που ξεπροβάλλει. Ξεφεύγοντας από το, ίσως ανώδυνο πια, θέατρο με πολιτικό περιεχόμενο, αντλώντας στοιχεία από όλες τις δυνατότητες της περφόρμανς, αναζητά ένα θέατρο που αντανακλά την πολιτική του θέαση μέχρι και στο σώμα του κάθε θεατή.

Καλλιόπη: ο δρόμος των τεράτων

Κάνοντας άλμα από τον απτό ιστό της πόλης στην αισθαντικότητά της, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, σαν να υπακούει στις επιταγές του ίδιου της του ονόματος, αφουγκράζεται τους απόηχους της γενιάς του 30 και συνεχίζει την αναζήτηση της σύζευξης μνήμης, αρχετύπων και ελληνικότητας. Βουτηγμένη στην αχλύ ενός παρελθόντος που ερήμην μας ακολουθεί, το «Καλλιόπη: ο δρόμος των τεράτων» στηρίζει στην πλαστικότητα των σωμάτων τη θραυσματική μνήμη της οδού Αθηνάς. Βρισκόμαστε εδώ και αλλού, τότε και τώρα. Τότε που η Ομόνοια ήταν στρογγυλή και το άγαλμα της Καλλιόπης περίσσευε, τώρα που η Αθηνάς μυρίζει ανάκατα σφαχτά και σκόνη, τότε που οι γιαγιάδες ήταν νέες και ήδη γερασμένες, τώρα που τα αντικείμενα στοιβάζονται χωρίς νόημα αλλά όλα τους κάτι διηγούνται. Ένας μικρός-μεγάλος κόσμος, φτιαγμένος με τις χοντρές πινελιές των πουαντιγιστών και ξαναδουλεμένος με τη σκοτεινή όψη του ονείρου, ένας κόσμος που πάλλεται στην πλάτη της καρδιάς, στον χώρο της νοσταλγίας.

Τέσσερις διαφορετικές και εξίσου ολοκληρωμένες αισθητικές προσεγγίσεις τόσο της Αθήνας όσο και του θεάτρου συνθέτουν τις γενναιόδωρες προτάσεις των νέων, αλλά ήδη έμπειρων, σκηνοθετών. Όμως το θέατρο δεν είναι μόνο αισθητική. Είναι και πολιτική. Κι ένα κριτικό κείμενο είναι ημιτελές, ίσως και ανειλικρινές, εάν αγνοήσει τους όρους παραγωγής. Ενώ αυτοί είναι γνωστοί. Όχι μόνο συζητιούνται στον θεατρικό χώρο, αλλά ακούγονται και σε μια από τις παραστάσεις. Η τελευταία πρόταση στο «Μπλε υγρό» είναι: «Και πήραμε μόνο τέσσερα ένσημα από το Εθνικό». Τέσσερα ένσημα, για την ακρίβεια εισφορές ενσήμων, για όσους συντελεστές βρίσκονται επί σκηνής στις τέσσερις παραστάσεις που προβλέπονται για την κάθε δημιουργία. Μόνο για τους ηθοποιούς λοιπόν. Η δουλειά των υπόλοιπων συντελεστών είναι αυτό που, με εύσχημο τρόπο, ονομάζεται «αφανής». Τόσα επενδύει η διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου στη νέα γενιά του σήμερα. Προσφέροντας βέβαια την υλικοτεχνική υποστήριξη που έχει στη διάθεσή του. Προσφέροντας κυρίως την αίγλη του να παίζει κανείς στο Εθνικό, και παγιδεύοντας σε αυτήν τους νέους δημιουργούς, αφού η ανάγκη ύπαρξης εκ των πραγμάτων δεν τους επιτρέπει να αρνηθούν. Η ζωτικότητα της «πειραματικής» αυτής γενιάς, της γενιάς που ξεκίνησε εν μέσω κρίσης και ελπίζει να μην κληθεί εσαεί να αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει θέατρο αμισθί, φωνάζει ότι αξίζει κάτι αντάξιό της εκ μέρους του κρατικών οργανισμών.

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΖΗΝ, ένθετο περιοδικό του ThePressProject

Για μια (άλλη) αλλαγή παραδείγματος

Για μια (άλλη) αλλαγή παραδείγματος

Η αλλαγή του τρόπου πρόσληψης των καλλιτεχνικών διευθυντών στα δημόσια πολιτιστικά ιδρύματα άνοιξε μια γενικότερη συζήτηση. Βέβαια, η διαδικασία δεν έχει ωριμάσει ακόμα, ούτε όμως ο καλλιτεχνικός χώρος ήταν έτοιμος για μια τέτοια μετάβαση. Μετάβαση που απαιτεί χρόνο, και που είναι απαραίτητη ώστε να προστατευθούν οι θεσμοί από την ταύτισή τους με τα πρόσωπα. Γιατί δεν έχει να κάνει με πρόσωπα το διακύβευμα των διαγωνισμών, αλλά με την ίδια την αποστολή των δημόσιων θεσμών: το πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής που θα οφείλουν να εξαγγέλλουν θα είναι τόσο ένας τρόπος να ελέγχονται στο τέλος της θητείας τους, όσο και να προστατεύονται από τα Δ.Σ και το Υπουργείο. Αυτό δείχνει άλλωστε η διεθνής εμπειρία.

Και ενώ γίνεται συνέχεια λόγος για πολιτιστική πολιτική, η απουσία μιας προγραμματικά διατυπωμένης αποστολής εμποδίζει την τοποθέτηση ενός κοινού πλαισίου διαλόγου. Πρέπει να μπει μια κοινή βάση. Πόσω μάλλον που εν όψει των επικείμενων εκλογών επανεμφανίζονται τα προβλήματα που παρουσιάζει η κάθε αλλαγή υπουργού Πολιτισμού. Το ρίγος είναι διάχυτο ότι θα κατρακυλίσουμε πάλι τη σκάλα…

Για να τροφοδοτήσουμε λοιπόν με υλικό την κοινή βάση διαλόγου, ας στρέψουμε το βλέμμα αλλού κι ας ταξιδέψουμε 50+1 χρόνια πριν. Στον γαλλικό Μάη του 68 και στην περίφημη «Διακήρυξη της Βιλερμπάν» (Déclaration de Villeurbanne), την οποία υπέγραψαν τότε 33 διευθυντές κρατικών θεάτρων και πολιτιστικών κέντρων. Πρόκειται για ένα μάλλον άγνωστο γεγονός του Μάη που αξίζει να ανασύρουμε. Η αποστολή του θεάτρου ως δημόσια υπηρεσία και ο ορισμός που το κείμενο δίνει στη λέξη «πολιτισμός» φωτίζουν και προεκτείνουν τα όσα συζητιούνται σήμερα.

Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η απλή διάχυση των έργων τέχνης δεν αρκεί για να τα συναντήσουν «οι τεράστιες μάζες αντρών και γυναικών που αγωνίζονται να επιβιώσουν», οι 33 καλλιτεχνικοί διευθυντές συνειδητοποιούν πως ο χώρος του πολιτισμού είναι φορέας αποκλεισμού μιας αφανούς πλειονότητας, την οποία μάλιστα βάζουν στο κέντρο του προβληματισμού τους: «Από τη μια είναι το κοινό, το κοινό μας, υπάρχον ή εν δυνάμει, και από την άλλη ένα “μη κοινό”, μια λαοθάλασσα που αποτελείται από όσους δεν έχουν ακόμα καμία πρόσβαση, και καμία τύχη να αποκτήσουν πρόσβαση, στο πολιτιστικό φαινόμενο υπό τη μορφή που αυτό επιμένει να παίρνει σχεδόν πάντα.»

Για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτιστικής πολιτικής κάνει την εμφάνισή του ο νεολογισμός «μη κοινό». Για πρώτη φορά, οι δημόσιοι πολιτιστικοί φορείς αναστοχάζονται, όχι την αποτελεσματικότητα της πολιτιστικής τους διάστασης, αλλά την πραγματικότητα του δημόσιου χαρακτήρα τους. Η εισαγωγή της έννοιας του «μη κοινού», των ανθρώπων δηλαδή που, επειδή δεν τους απευθύνεται, δεν πρόκειται ποτέ να διαβούν την πόρτα ενός θεάτρου, ενός μουσείου, του οποιουδήποτε πολιτιστικού χώρου, είναι εκείνη που υπογείως κλωνίζει την ίδια την έννοια του δημόσιου. Εξακολουθεί κάτι να είναι δημόσιο όταν η χρήση του δεν είναι προσβάσιμη στους περισσότερους; Χωρίς να κατονομάζεται ευθέως, στο στόχαστρο βρίσκεται η επίσημη κουλτούρα, προϊόν των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και εν τέλει αποκλειστικότητα και προνόμιό τους. Ένα προνόμιο που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους, που θέτει τα κριτήρια του τι είναι δίκαιο, αγαθό, έντιμο και ανεκτό. Ένα προνόμιο που εξαργυρώνεται πολιτικά και που μας υπενθυμίζει πως οι διάφορες ελίτ έχουν την ανάγκη –και τη δυνατότητα- να οργανώνουν τη δημόσια συζήτηση με βάση τα συμφέροντά τους.

Οι παραλληλισμοί με το ελληνικό παρόν δεν είναι πλέον δύσκολοι. Αν κοιτάξουμε τα προγράμματα των δικών μας δημόσιων πολιτιστικών θεσμών, εύκολα θα αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά της επίσημης, κάποτε και αστικής καλούμενης, κουλτούρας. Ελλείψει συγκεκριμένων «αποστολών», τα χαρακτηριστικά αυτά διαμορφώνονται εκ των ενόντων, αντανακλώντας απλώς το εγχώριο ή το διεθνές star system. Έτσι, η χάραξη πολιτιστικής πολιτικής μετατρέπεται σε απορρόφηση των επιβολών της «αγοράς», όπου ουσιαστικό μέλημα είναι να δωθεί κύρος στον θεσμό και να πουληθούν εισητήρια στο «μυημένο» κοινό. Και το πολιτιστικό κεφάλαιο αναδιανέμεται κυκλικά μεταξύ νόμιμων ιδιοκτητών, εγκαταλείποντας το «μη κοινό» στον φιλανθρωπισμό των ιδρυμάτων που φέρουν ονόματα εφοπλιστών. Ιδρυμάτων που έχουν αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία, αν όχι το μονοπώλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής: από τις δωρεές σε δήμους μέχρι τα πολυσέλιδα προγράμματα κάθε λογής πολιτιστικών δράσεων, αγγίζουν, κυρίως μέσω του σχολείου και των εκπαιδευτικών, το μαθητικό «μη κοινό» και διαμορφώνουν, με τον δικό τους βέβαια τρόπο, τους μελλοντικούς καταναλωτές των πολιτιστικών προϊόντων. Πάει άραγε κάτι στραβά ή, αντίθετα, όλα είναι ορθά ρυθμισμένα από την αγορά;

«Εάν μπορούμε ακόμα να πάρουμε στα σοβαρά τη λέξη πολιτισμός, είναι στο βαθμό που συνεπάγεται την απαίτηση μιας πραγματικής παρέμβασης, η οποία θα τείνει να αλλάξει τις ισχύουσες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Μιας παρέμβασης που θα είναι, επιτέλους, μια αυθεντική πολιτιστική δράση», συμπέραινε η «Διακήρυξη της Βιλερμπάν». Η τέχνη, και δη το θέατρο, «δημιούργημα του κοινού προς το κοινό», έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο αρκεί να γίνει ξανά μέρος των κοινών, της ζωής, της Πόλης. Για να γίνει όμως μέρος της Πόλης δεν φτάνει να δημιουργεί την αίσθηση του ανήκειν, έστω και στην πλειονότητα των πολιτών, πρέπει και να τους προσφέρει τα μέσα για την ενεργό συμμετοχή τους.

Αυθεντική πολιτιστική δράση είναι άρα αυτή που ιδιοποιείται τα μέσα παραγωγής. Είναι αυτή που παράγει πολιτισμό με την ανθρώπινη κοινότητα, όχι για αυτήν. Είναι καιρός οι δημόσιοι θεσμοί να αποφασίσουν ή, επιτέλους, να τους επιβληθεί να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στο πεδίο και να παίξουν τον ρόλο τους. Θα χρειαστεί τότε να βρουν τρόπους, όχι να αγγίξουν το κοινό ούτε, όπως συχνά ακούγεται, να το «κάνουν να αγαπήσει την τέχνη» αλλά να το μετατρέψουν σε μέτοχο της καλλιτεχνικής διαδικασίας και, ουσιαστικά, της ίδιας του της ζωής.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject

Περί πολιτιστικής πολιτικής. Μικρή συμβολή στις σκέψεις που (δεν) γίνονται…

Περί πολιτιστικής πολιτικής. Μικρή συμβολή στις σκέψεις που (δεν) γίνονται…

Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία γύρω από τον διαγωνισμό επιλογής διευθυντή για το πολυπαθές ΕΜΣΤ. Η υπουργός Πολιτισμού, Μυρσίνη Ζορμπά, συνεπής στην αρχική της εξαγγελία, άφησε πίσω της τις απευθείας αναθέσεις των κρατικών καλλιτεχνικών οργανισμών και οργάνωσε πράγματι διαγωνισμό. Δεν είχε προβλέψει όμως ότι οι αιτούντες δεν θα πληρούσαν τα τυπικά προσόντα. Ως εκ τούτου, ο διαγωνισμός κρίθηκε άγονος και διοργανώνεται δεύτερος, αυτή τη φορά διεθνής. Το εθνικό δράμα ξεκινά (επισήμως) εδώ. Μια «αόρατη επιτροπή καλλιτεχνών» αντιδρά με κείμενο συλλογής υπογραφών. Παράλληλα, άλλη μερίδα καλλιτεχνών οργανώνει συζήτηση στον καινούριο χώρο «Οκτώ», παρουσία της υπουργού. Κάπου εκεί, ξεπηδά κι ο γκριζοδιάφανος «Δρομέας» του Βαρώτσου, που τυχαίνει να είναι μια από τις πρώτες υπογραφές της παραπάνω συλλογής…

Πέραν του ότι η εν λόγω «αόρατη επιτροπή» σφετερίζεται, παραχαράζοντάς την, την ταυτότητα της πραγματικής Αόρατης Επιτροπής (η γνήσια διεκδικεί την αορατότητα ως επαναστατική θέση και όχι ως μετωνυμία του παραγνωρισμένου-απαξιωμένου), τα ερωτήματα που θέτει είναι εν ολίγοις τα εξής: Γιατί διεθνής διαγωνισμός και όχι αυστηρά εγχώριος; Γιατί αυτή η αποκλειστικά αντρική και γηραιά επιτροπή αξιολόγησης; Γιατί να χαρακτηριστεί από το υπουργείο «άγονος» και όχι «άκυρος»; Δεν είναι ζητούμενο να αναλύσουμε το συγκεκριμένο κείμενο, παρά την κακοφωνία που έχει προκαλέσει. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται απέναντι στο δίπολο διεθνής/εγχώριος ανήκει στην εθνική μας συμπτωματολογία, άρα καλό θα ήταν να μην το προσπεράσουμε. Επανεμφανίζεται λοιπόν η υστερική σχέση έλξης/απώθησης ως προς το ξένο – γιατί αυτή είναι ουσιαστικά η λέξη που πληγώνει πίσω από το διεθνές. Η ιδιότητα του «διεθνούς» καλλιτέχνη έρχεται να απαιτήσει την τοπική υποψηφιότητα, αίτημα παράδοξο και αντιφατικό που ουσιαστικά συνοψίζει την αιώνια πάλη φράκου και φουστανέλας.

Οι ανησυχίες που εκφράζονται έκτοτε επικεντρώνονται στο διαδικαστικό σκέλος της πρόσληψης. Και δεν αφορούν μόνο το ΕΜΣΤ, περιλαμβάνουν θητείες σε εποπτευόμενους φορείς που λήγουν σύντομα και για τις οποίες γίνεται ήδη λόγος, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το Εθνικό Θέατρο. Σαν το διακύβευμα να ήταν η απόδωση της θέσης και όχι οι μετέπειτα απαιτήσεις της. Σαν μια καρικατούρα όλων των διαγωνισμών του δημοσίου, όπου ο αναβρασμός σταματά με τη λήξη τους. Η τυπολατρία μοιάζει να έχει γίνει η εθελούσια και βολική παρωπίδα που απομακρύνει τον στοιχειώδη προβληματισμό. Προσπαθώντας να γίνουμε υπουργοί στη θέση της υπουργού ή διευθυντές στη θέση του διευθυντή, ανακυκλώνουμε ίντριγκες και ερωτήματα που δεν μας έχουν τεθεί, ξεχνώντας να ανακινήσουμε εκείνα που τελικά μας αφορούν.Κάπως έτσι, με τη λήξη των μεγάλων αναβρασμών επιστρέφουμε σε μια βουβή κανονικότητα, οι θητείες εκτυλίσσονται αναίμακτα, εώς το πέρας τους όπου ξανά τα ίδια τυπολατρικά ερωτήματα επιστρέφουν, σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Όσοι συμμετέχουμε στη συζήτηση αυτή, όποια θέση κι αν έχουμε, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, ασκούμε πολιτιστική πολιτική. Και περιέργως πώς, η «πολιτιστική πολιτική», παράμετρος τεράστιας αξίας, απουσιάζει τόσο από τον διάλογο, όσο και από τις προγραμματικές δηλώσεις των εν ενεργεία καλλιτεχνικών διευθυντών των κρατικών οργανισμών.

Ξεχνάμε να απαιτήσουμε όραμα, ενώ εμάς, καλλιτέχνες, κριτικούς τέχνης, φιλοθέαμον κοινό, το όραμα κυρίως μας κινεί. Ξεχνάμε να ζητήσουμε απολογισμό έργου. Και βέβαια ξεχνάμε να πούμε δυνατά όσα λέμε μεταξύ μας. Σ’ ένα πεδίο μικρό, όπου όλοι περίπου γνωρίζονται, είναι ομολογουμένως δύσκολο να υπάρξει η απόσταση που επιτρέπει την επί της ουσίας κριτική. Ίσως γι’ αυτό η κριτική επί του τυπικού βολεύει. Ίσως γι’ αυτό η κριτική επί του έργου μετατρέπεται σε κουτσομπολίστικο θόρυβο επί του προσωπικού. Είναι όμως αναγκαίο να προχωρίσουμε, και η αλλαγή της διαδικασίας πρόσληψης των διευθυντικών θέσεων, που είναι, επιτέλους, και αλλαγή επί της ουσίας, είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί…

Το ερώτημα που επιστεγάζει όλα τα επί μέρους είναι το περιεχόμενο που δίνουμε στον πολιτισμό ως δημόσιο αγαθό. Τι είναι δημόσιο αγαθό; Πώς και αν συμμετέχουμε στη διαμόρφωσή του;
Όσον αφορά τους κρατικούς καλλιτεχνικούς φορείς, ποιον ρόλο πληρούν; Αφ’ενός ως προς τη σχέση ενός μουσείου, θεάτρου ή φεστιβάλ με τους καλλιτέχνες που φιλοξενεί: Ποιές είναι οι υποχρεώσεις του προς τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται; Ποιοι είναι οι όροι συνεργασίας με τα καλλιτεχνικά σχήματα; Υπό ποιες οικονομικές συνθήκες γίνεται η καλλιτεχνική παραγωγή; Οι όροι ενδυναμώνουν ή εξαντλούν το πεδίο; Ποιος είναι ο απολογισμός του ως προς τη βιωσιμότητα των καλλιτεχνικών παραγωγών που έχει στηρίξει; Πώς ακριβώς τις έχει στηρίξει; Ποια ρίσκα έχει πάρει και για τι; Στηρίζει την έρευνα και το πείραμα και πώς; Τι ορίζει ο ίδιος ως πειραματικό; Αφ’ ετέρου ως προς τη σχέση του με το κοινό: Σε ποιο κοινό απευθύνεται; Κάνει τη διαμεσολάβηση μεταξύ καλλιτεχνικής πρότασης και κοινού, και ποια είναι αυτή; Ποια πολιτική ακολουθεί για να διευρύνει το κοινό του; Πώς εμπλέκει τους καλλιτέχνες σε αυτό; Τι δουλειά γίνεται προς το «μη κοινό», δηλαδή το απομακρυσμένο από τα πολιτιστικά αγαθά κοινό; Ο εκδημοκρατισμός της πρόσβασης στην τέχνη είναι ζητούμενο ή επιτρέπεται να απευθύνεται σταθερά στους «μυημένους»; Ένας κρατικός οργανισμός ασκεί παιδαγωγική πολιτική; Τι τιμές εφαρμόζει; Είναι εμπόριο ή κοινοφελής προσφορά;

Έχουμε πλέον διαπιστώσει ότι, ελλείψει καθαρών γραμμών πολιτιστικής πολιτικής από τα έως τώρα ΥΠΠΟ, τα ιδιωτικά ιδρύματα υποκαθιστούν το κράτος και χαράζουν αντ’ αυτού πολιτική, διαμορφώνοντας έτσι και το κοινό. Οι κρατικοί οργανισμοί αναγκάζονται σε έναν αποπροσανατολιστικό ανταγωνισμό. Ποια είναι η αντίδραση μας; Πώς θα γλυτώσουμε τους κρατικούς οργανισμούς από την μεταμόρφωση του ρόλου τους που επιτελείται αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια;

Είναι η πρώτη φορά που υπουργός Πολιτισμού κάνει προγραμματική δήλωση, με όραμα και διάφανες προθέσεις. Ας επωφεληθούμε, ας ανοίξουμε τη λίστα των «φαντάσου» με τρόπο ώστε να μην είναι μόνο ένας τίτλος!

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressΡroject