Πολύς θόρυβος γίνεται τελευταία γύρω από τον διαγωνισμό επιλογής διευθυντή για το πολυπαθές ΕΜΣΤ. Η υπουργός Πολιτισμού, Μυρσίνη Ζορμπά, συνεπής στην αρχική της εξαγγελία, άφησε πίσω της τις απευθείας αναθέσεις των κρατικών καλλιτεχνικών οργανισμών και οργάνωσε πράγματι διαγωνισμό. Δεν είχε προβλέψει όμως ότι οι αιτούντες δεν θα πληρούσαν τα τυπικά προσόντα. Ως εκ τούτου, ο διαγωνισμός κρίθηκε άγονος και διοργανώνεται δεύτερος, αυτή τη φορά διεθνής. Το εθνικό δράμα ξεκινά (επισήμως) εδώ. Μια «αόρατη επιτροπή καλλιτεχνών» αντιδρά με κείμενο συλλογής υπογραφών. Παράλληλα, άλλη μερίδα καλλιτεχνών οργανώνει συζήτηση στον καινούριο χώρο «Οκτώ», παρουσία της υπουργού. Κάπου εκεί, ξεπηδά κι ο γκριζοδιάφανος «Δρομέας» του Βαρώτσου, που τυχαίνει να είναι μια από τις πρώτες υπογραφές της παραπάνω συλλογής…
Πέραν του ότι η εν λόγω «αόρατη επιτροπή» σφετερίζεται, παραχαράζοντάς την, την ταυτότητα της πραγματικής Αόρατης Επιτροπής (η γνήσια διεκδικεί την αορατότητα ως επαναστατική θέση και όχι ως μετωνυμία του παραγνωρισμένου-απαξιωμένου), τα ερωτήματα που θέτει είναι εν ολίγοις τα εξής: Γιατί διεθνής διαγωνισμός και όχι αυστηρά εγχώριος; Γιατί αυτή η αποκλειστικά αντρική και γηραιά επιτροπή αξιολόγησης; Γιατί να χαρακτηριστεί από το υπουργείο «άγονος» και όχι «άκυρος»; Δεν είναι ζητούμενο να αναλύσουμε το συγκεκριμένο κείμενο, παρά την κακοφωνία που έχει προκαλέσει. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται απέναντι στο δίπολο διεθνής/εγχώριος ανήκει στην εθνική μας συμπτωματολογία, άρα καλό θα ήταν να μην το προσπεράσουμε. Επανεμφανίζεται λοιπόν η υστερική σχέση έλξης/απώθησης ως προς το ξένο – γιατί αυτή είναι ουσιαστικά η λέξη που πληγώνει πίσω από το διεθνές. Η ιδιότητα του «διεθνούς» καλλιτέχνη έρχεται να απαιτήσει την τοπική υποψηφιότητα, αίτημα παράδοξο και αντιφατικό που ουσιαστικά συνοψίζει την αιώνια πάλη φράκου και φουστανέλας.
Οι ανησυχίες που εκφράζονται έκτοτε επικεντρώνονται στο διαδικαστικό σκέλος της πρόσληψης. Και δεν αφορούν μόνο το ΕΜΣΤ, περιλαμβάνουν θητείες σε εποπτευόμενους φορείς που λήγουν σύντομα και για τις οποίες γίνεται ήδη λόγος, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και το Εθνικό Θέατρο. Σαν το διακύβευμα να ήταν η απόδωση της θέσης και όχι οι μετέπειτα απαιτήσεις της. Σαν μια καρικατούρα όλων των διαγωνισμών του δημοσίου, όπου ο αναβρασμός σταματά με τη λήξη τους. Η τυπολατρία μοιάζει να έχει γίνει η εθελούσια και βολική παρωπίδα που απομακρύνει τον στοιχειώδη προβληματισμό. Προσπαθώντας να γίνουμε υπουργοί στη θέση της υπουργού ή διευθυντές στη θέση του διευθυντή, ανακυκλώνουμε ίντριγκες και ερωτήματα που δεν μας έχουν τεθεί, ξεχνώντας να ανακινήσουμε εκείνα που τελικά μας αφορούν.Κάπως έτσι, με τη λήξη των μεγάλων αναβρασμών επιστρέφουμε σε μια βουβή κανονικότητα, οι θητείες εκτυλίσσονται αναίμακτα, εώς το πέρας τους όπου ξανά τα ίδια τυπολατρικά ερωτήματα επιστρέφουν, σαν να ήταν η πρώτη φορά.
Όσοι συμμετέχουμε στη συζήτηση αυτή, όποια θέση κι αν έχουμε, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, ασκούμε πολιτιστική πολιτική. Και περιέργως πώς, η «πολιτιστική πολιτική», παράμετρος τεράστιας αξίας, απουσιάζει τόσο από τον διάλογο, όσο και από τις προγραμματικές δηλώσεις των εν ενεργεία καλλιτεχνικών διευθυντών των κρατικών οργανισμών.
Ξεχνάμε να απαιτήσουμε όραμα, ενώ εμάς, καλλιτέχνες, κριτικούς τέχνης, φιλοθέαμον κοινό, το όραμα κυρίως μας κινεί. Ξεχνάμε να ζητήσουμε απολογισμό έργου. Και βέβαια ξεχνάμε να πούμε δυνατά όσα λέμε μεταξύ μας. Σ’ ένα πεδίο μικρό, όπου όλοι περίπου γνωρίζονται, είναι ομολογουμένως δύσκολο να υπάρξει η απόσταση που επιτρέπει την επί της ουσίας κριτική. Ίσως γι’ αυτό η κριτική επί του τυπικού βολεύει. Ίσως γι’ αυτό η κριτική επί του έργου μετατρέπεται σε κουτσομπολίστικο θόρυβο επί του προσωπικού. Είναι όμως αναγκαίο να προχωρίσουμε, και η αλλαγή της διαδικασίας πρόσληψης των διευθυντικών θέσεων, που είναι, επιτέλους, και αλλαγή επί της ουσίας, είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί…
Το ερώτημα που επιστεγάζει όλα τα επί μέρους είναι το περιεχόμενο που δίνουμε στον πολιτισμό ως δημόσιο αγαθό. Τι είναι δημόσιο αγαθό; Πώς και αν συμμετέχουμε στη διαμόρφωσή του;
Όσον αφορά τους κρατικούς καλλιτεχνικούς φορείς, ποιον ρόλο πληρούν; Αφ’ενός ως προς τη σχέση ενός μουσείου, θεάτρου ή φεστιβάλ με τους καλλιτέχνες που φιλοξενεί: Ποιές είναι οι υποχρεώσεις του προς τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται; Ποιοι είναι οι όροι συνεργασίας με τα καλλιτεχνικά σχήματα; Υπό ποιες οικονομικές συνθήκες γίνεται η καλλιτεχνική παραγωγή; Οι όροι ενδυναμώνουν ή εξαντλούν το πεδίο; Ποιος είναι ο απολογισμός του ως προς τη βιωσιμότητα των καλλιτεχνικών παραγωγών που έχει στηρίξει; Πώς ακριβώς τις έχει στηρίξει; Ποια ρίσκα έχει πάρει και για τι; Στηρίζει την έρευνα και το πείραμα και πώς; Τι ορίζει ο ίδιος ως πειραματικό; Αφ’ ετέρου ως προς τη σχέση του με το κοινό: Σε ποιο κοινό απευθύνεται; Κάνει τη διαμεσολάβηση μεταξύ καλλιτεχνικής πρότασης και κοινού, και ποια είναι αυτή; Ποια πολιτική ακολουθεί για να διευρύνει το κοινό του; Πώς εμπλέκει τους καλλιτέχνες σε αυτό; Τι δουλειά γίνεται προς το «μη κοινό», δηλαδή το απομακρυσμένο από τα πολιτιστικά αγαθά κοινό; Ο εκδημοκρατισμός της πρόσβασης στην τέχνη είναι ζητούμενο ή επιτρέπεται να απευθύνεται σταθερά στους «μυημένους»; Ένας κρατικός οργανισμός ασκεί παιδαγωγική πολιτική; Τι τιμές εφαρμόζει; Είναι εμπόριο ή κοινοφελής προσφορά;
Έχουμε πλέον διαπιστώσει ότι, ελλείψει καθαρών γραμμών πολιτιστικής πολιτικής από τα έως τώρα ΥΠΠΟ, τα ιδιωτικά ιδρύματα υποκαθιστούν το κράτος και χαράζουν αντ’ αυτού πολιτική, διαμορφώνοντας έτσι και το κοινό. Οι κρατικοί οργανισμοί αναγκάζονται σε έναν αποπροσανατολιστικό ανταγωνισμό. Ποια είναι η αντίδραση μας; Πώς θα γλυτώσουμε τους κρατικούς οργανισμούς από την μεταμόρφωση του ρόλου τους που επιτελείται αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια;
Είναι η πρώτη φορά που υπουργός Πολιτισμού κάνει προγραμματική δήλωση, με όραμα και διάφανες προθέσεις. Ας επωφεληθούμε, ας ανοίξουμε τη λίστα των «φαντάσου» με τρόπο ώστε να μην είναι μόνο ένας τίτλος!
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressΡroject