Η περίπτωση του Δημήτρη Λιγνάδη ως σύμπτωμα και ως ευκαιρία

Η παραίτηση του Δημήτρη Λιγνάδη από τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου θέτει δύο ζητήματα, τα οποία θα ήταν γόνιμο να τεθούν στον δημόσιο διάλογο. Το πρώτο αφορά τις «πλάτες» και τα «ράμματα για γούνες» που υπάρχουν στις φαρέτρες ώστε σκαιές πορείες να στέφονται ανενόχλητα με δάφνες. Το δεύτερο αφορά την ίδια τη διευθυντική θέση του Εθνικού Θεάτρου. Το σύστημα ανάθεσής της άγγιξε ένα όριο εκφυλισμού τόσο συμβολικό που θα ήταν άδικο, για το ίδιο του το μέγεθος, να καταχωρηθεί στα γκορ στιγμιότυπα του καλλιτεχνικού βίου. Θα πρέπει αντίθετα να είναι η ευκαιρία μιας βαθειάς, αληθινής τομής στον ρόλο των θέσεων αυτών, και κατά συνέπεια μιας διαβούλευσης σε σχέση με την αποστολή των δημόσιων πολιτιστικών ιδρυμάτων.

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και συντριπτικές. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε αν η αντρική, ανώνυμη καταγγελία που φωτογραφίζει χωρίς να κατονομάζει τον Δημήτρη Λιγνάδη ως αυτουργό σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού αναφέρεται πράγματι σε αυτόν. Τον κατονομάζει όμως μια νέα καταγγελία ενός ανήλικου τότε κοριτσιού για απόπειρα αποπλάνησης. Γεγονός πάντως είναι πως ενώ η Αθήνα βούιζε για επικείμενη παραίτηση του Λιγνάδη μετά από παρέμβαση της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, το υπουργείο διέψευδε μιλώντας για «παραπλάνηση» και «εξυπηρέτηση ασαφών σκοπιμοτήτων». Ώσπου οι διαψεύσεις διαψεύστηκαν, και πλέον κυκλοφορεί ραβασάκι που απαγορεύει στην ΕΡΤ να παίζει φωτογραφίες του Λιγνάδη «με άλλους». Ξάφνου οι σκοπιμότητες άλλαξαν όχθη.

Αν κοιτάξουμε με διαφορετικά γυαλιά κάποιες παλιότερες δηλώσεις του εν τη Επιδαύρω γονυπετούς αρχαιολάτρη και, εν είδει προοικονομίας, δεχτούμε ότι η συγκλονιστική πρώτη καταγγελία τον αφορά, τότε τα λεγόμενά του όζουν μια νοσηρότητα που δεν περιορίζεται στη δική του. Προ τετραετίας, με αφορμή το ξεκίνημα του metoo στις ΗΠΑ, εξέφραζε τις εξής απανωτές απορίες: «Γιατί δεν αντέδρασε τότε; Γιατί δεν βγήκε να τον καταγγείλει; (…) Πού ήταν οι δικοί του; (…) Είναι άθλια η σεξουαλική παρενόχληση, άρα οφείλεις να την καταγγείλεις την ίδια στιγµή, για να µη συµβεί σε άλλους… (…) Ότι τι; Ότι δεν το γνωρίζουμε πως υπάρχει σε όλες τις δουλειές; ∆εν ξέρουμε πως πολλοί προσπαθούν µέσω της όποιας εξουσίας τους να “εκβιάσουν” σεξουαλικά υφιστάµενούς τους; Ή δεν ξέρουµε πως κάποιοι-κάποιες, προκειµένου να ανέλθουν, “προσφέρονται” σεξουαλικά; ∆εν πάνε κάποιες µε µίνι σε συνεντεύξεις µε στελέχη για να κερδίσουν την όποια θέση; ∆εν κοιµούνται νέα κορίτσια µε εκδότες-καναλάρχες-διευθυντές τραπεζών κ.λπ. για να κερδίσουν “πόντους” στο χώρο τους; Πέφτουµε από τα σύννεφα που γίνονται αυτά; ∆εν τα γνωρίζουµε; Τα ξέρουµε καλά.» Εδώ ο ομιλών λέει ότι όλοι ξέρουμε ότι τέτοια πράγματα γίνονται, κανείς όμως δεν λέει τίποτα, άρα όλοι στο βάθος συμφωνούν, και οι θύτες και τα θύματα. Λέει δηλαδή ότι όσο κανείς δεν μιλάει, αυτά είναι αποδεκτά, τα έχει νομιμοποιήσει η σιωπή. Βέβαια, άλλο η σιωπή του φόβου κι άλλο η σιωπή της συνενοχής. Αλλά τέτοιες διακρίσεις δεν είναι ίδιον των τοποθετήσεων αυτού του φυράματος. Εμάς, εδώ, μας ενδιαφέρει το δεύτερο είδος σιωπής. Μας ενδιαφέρει η σιωπή εκείνων που παρά «την όποια εξουσία» τους συνηγόρησαν, υπέθαλψαν, νομιμοποίησαν. Που αποδεχόμενοι ότι αυτό «υπάρχει σε όλες τις δουλειές», (σιγά μην) «πέφτουμε από τα σύννεφα», επέτρεψαν τον πολλαπλασιασμό των θυμάτων. Και αφού όλο και πιο φωναχτά ακούγεται ότι το ήξεραν και οι πέτρες –με πλήθος μάλιστα περιστατικών ως εικονογράφηση- στους παραπάνω συγκαταλέγεται το ΔΣ του Εθνικού (που η τραγικά καθυστερημένη τραγική του ανακοίνωση είναι υπόδειγμα ξύλινης σιωπής, δειλίας και εν τέλει αναισθησίας), οι εκάστοτε διευθυντές και διευθύντριες της Δραματικής Σχολής του Εθνικού (η εν ενεργεία μάλιστα μετακύλησε τη δική της ευθύνη για σπάσιμο της σιωπής στους νεαρούς σπουδαστές και σπουδάστριες), και φυσικά η πολιτική ηγεσία που δεν θέλει πια να βλέπουμε τις φωτογραφίες της μαζί του.

«Δέκα-είκοσι άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι, ένα χωριό είναι η Αθήνα. Γνωρίζουμε όχι μόνο τη δουλειά αλλά και τον βίο του άλλου», είχε πει με περισσή διαύγεια ο Λιγνάδης το καλοκαίρι του 2019, όταν εποφθαλμιούσε τη θέση στο Εθνικό. Τότε, σε αυτούς τους «δέκα-είκοσι», είχαμε όλοι δει την προσβλητική συρρίκνωση του πολυπληθέστατου καλλιτεχνικού χώρου. Σήμερα, άνετα μπορούμε να αντιστρέψουμε τον καθρέφτη και, στις δύο αυτές δεκάδες, να δούμε τα είδωλα όσων και γνώριζαν και δεν μιλούσαν και επιβράβευαν. Επειδή όμως πάντα οι μαφίες ήξεραν να θυσιάζουν έναν δικό τους προκειμένου να μην καταρρεύσει ο «θεσμός», έτσι κι η κλίκα των «δέκα-είκοσι» μπορεί να αφήσει εξιλαστήριους τράγους να κατασπαραχθούν στην αρένα, κι εκείνη να γίνει πάλι χρυσή βροχή και να συνεχίσει το αγαστό της έργο. Άλλωστε δουλειά γίνεται και με δεκαεννιά, που λέει ο λόγος… Τώρα λοιπόν, σαν απάντηση στο αναγουλιαστικό «γιατί δεν έδρασε τότε;», η καλλιτεχνική κοινότητα πρέπει να ασκήσει πίεση με κάθε μέσο που διαθέτει ώστε να βγουν στη φόρα όλα τα βαθειά στηρίγματα της σιωπής. Γιατί αυτό είναι το συμφέρον των πολλών.

Για τον ίδιο λόγο, για το συμφέρον των πολλών, η καλλιτεχνική κοινότητα θα πρέπει να αναμετρηθεί με την ανάγκη βαθειάς τομής στον ρόλο του Εθνικού Θεάτρου. Αντί να ικανοποιηθεί με τον διορισμό προσωρινής διεύθυνσης και τη μεταφορά της ιδέας του διαγωνισμού στις καλένδες, είναι η ώρα να απαιτήσει διαγωνισμό τώρα. Ήδη ακούγεται η ευπροσήγορη εναλλακτική ενός διορισμού θηλυκού γένους, σαν λύση για να μείνουν ουσιαστικά όλα ανέγγιχτα και απαράλλαχτα. Όχι. Δεν είναι προς το συμφέρον των πολλών. Το ούτως ή άλλως κλειστό Εθνικό μπορεί για ένα διάστημα να μείνει και χωρίς καλλιτεχνική διεύθυνση. Εδώ ολόκληρο Βέλγιο δεν είχε κυβέρνηση για πάνω από ένα χρόνο. Επιπλέον, η προκήρυξη διαγωνισμού είναι ήδη έτοιμη από την προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΠΟ. Είχε τότε δημοσιευθεί, αλλά την πρόλαβαν οι εκλογές, οπότε και ακυρώθηκε από την τωρινή υπουργό. Ας ξαναβγεί λοιπόν από το συρτάρι.

Είναι επίσης η ώρα να εξυγιανθεί ολόκληρο το Εθνικό Θέατρο. Όσοι διαβαίνουν το κατώφλι του, έχουν να διηγηθούν μια ιστορία ισοπέδωσης. Πλείστοι των εργασιακών, πολλοί της κοινής λογικής, άλλοι της ικανότητας του μηχανισμού να φροντίσει τα έργα και τις καλλιτεχνικές ομάδες – ο αστικός μύθος λέει ότι μέχρι και αλλαγή μετάφρασης έχει επιβληθεί σε καλλιτέχνη για οικονομία στα πνευματικά δικαιώματα. Πότε θα σπάσει η ομερτά γύρω από αυτό το θέατρο που, ως οικονομικά ισχυρότερο,  θα έπρεπε να ενδυναμώνει τους καλλιτέχνες αντί να τους αλέθει στην παρακρουστική μηχανή του; Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν τους νόμους λάστιχο και το δίκαιο ανέκδοτο προκειμένου να περάσουν την κάθε είδους καταπάτηση; Πώς γίνεται και κανείς δεν τους ελέγχει; Ως δημόσιο πολιτιστικό ίδρυμα, το Εθνικό Θέατρο ανήκει στους πολίτες της χώρας ή είναι προσωπικό μπουντουάρ του όποιου Λιγνάδεως;

Εδώ τίθεται ένα άλλο καίριο ερώτημα με το οποίο καλό θα ήταν όλοι να ασχοληθούμε: τι είναι δημόσιο αγαθό; Τι περιεχόμενο δίνουμε στον πολιτισμό ως δημόσιο αγαθό; Η κοινωνία δικαιούται να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του ή αυτό αποφασίζεται και διατάσσεται από την εκάστοτε εξουσία; Ποιον ρόλο θέλουμε να πληρούν οι κρατικοί καλλιτεχνικοί φορείς; Πώς να επιλέγουν τα καλλιτεχνικά σχήματα τα οποία φιλοξενούν; Με ποιους όρους συνεργασίας; Επιτρέπεται να απευθύνονται σταθερά σε ένα κοινό «μυημένων» ή αποστολή τους είναι η πρόσβαση στην τέχνη και ενός κοινού απομακρυσμένου από τα πολιτιστικά αγαθά; Ένας δημόσιος οργανισμός κάνει εμπόριο ή κοινωφελές έργο; Πώς λογοδοτεί δημόσια για τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος;

Η κρίση διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου δεν είναι μόνο ηθικού ή νομικού περιεχομένου. Δεν θα ξεμπερδέψουμε προγκίζοντας ή «αφήνοντας τη δικαιοσύνη να επιτελέσει το έργο της». Ούτε βάζοντας γυναίκα στη θέση του Λιγνάδη. Η κρίση αυτή είναι θεμελιωδώς πολιτική. Μαρτυρά το οριακό στάδιο εκφυλισμού ενός συστήματος και ταυτόχρονα δίνει την ευκαιρία να τεθούν επιτέλους καίρια ερωτήματα και να ανατραπούν κεκτημένες ταχύτητες και εδραιωμένες συνήθειες. Το να ανοίξει μια ευρεία συζήτηση γύρω από όλα αυτά είναι επείγον και ζωτικό για ολόκληρη την κοινωνία.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject.