Θεατρική κριτική: Με αφορμή το «Κανατά» από το Θέατρο του Ήλιου της Αριάν Μνουσκίν

Θεατρική κριτική: Με αφορμή το «Κανατά» από το Θέατρο του Ήλιου της Αριάν Μνουσκίν

Το ερώτημα του «μετά» φαίνεται να απασχολεί εδώ και καιρό την ογδοντάχρονη φέτος Αριάν Μνουσκίν. Τι θα απογίνει ο πολυεθνής, πολυτάλαντος και επί δεκαετίες πιστός θίασος, όταν η αδιαμφισβήτητη ψυχή του Θεάτρου του Ήλιου δεν θα είναι πια εδώ; Ποιο θα είναι το μέλλον της Καρτουσερί, του ξεχωριστού αυτού χώρου που, καταμεσής στο δάσος της Βενσέν, είναι η κατ’ εξοχήν εστία ενός λαϊκού θεάτρου τέχνης, της αναβίωσης του αρχέγονου τελετουργικού της θεατρικής γιορτής, της μαγείας μιας διαρκώς ανανεούμενης συνομιλίας Ανατολής και Δύσης; Σε μισό αιώνα παρουσίας, η ιέρεια της Καρτουσερί έχει καταφέρει κάτι μοναδικό: κατάνυξη και αδημονία διακατέχουν όποιον διαβαίνει την πάλαι ποτέ εγκαταλελειμμένη πυριτιδαποθήκη, τωρινό σύμβολο της υψηλής καλλιτεχνικής απαίτησης, της συνέπειας στις θεμελιακές αρχές της συλλογικότητας και της ισονομίας, αλλά και της ιδιαίτερης αφοσίωσης στην τέχνη της υποδοχής του κοινού. Κάθε βράδυ, από το 1970 μέχρι σήμερα, η Αριάν Μνουσκίν στέκει μπροστά στην τεράστια ξύλινη πόρτα του θεάτρου για να κόψει ένα-ένα τα εισιτήρια και να χαιρετήσει προσωπικά τον κάθε θεατή. Ωστόσο, πίσω από το απαράλλαχτο του τελετουργικού, κάτι φαίνεται να μετακινείται τα τελευταία χρόνια. Άρρητα, μοιάζει να συνδέεται με το ερώτημα του «μετά».

Σαν ένα σεμνό και μεγαλοπρεπές αντίο να διαπνέει τις τελευταίες δημιουργίες του Θεάτρου του Ήλιου. Και παράλληλα, ο πολιτικός λόγος, η πίστη στις ουτοπίες που πάντα κινούσε τα νήματα, έχει εμφανώς αρχίσει να διολισθαίνει. Τη σκέψη αυτή, μιας καλλιεχνικής διαθήκης που αρχίζει να γράφεται, γέννησαν οι «Εφήμεροι», το 2006. Αριστουργηματική ωδή στις μικρές ή μεγάλες στιγμές της ζωής που ακατάπαυστα ξεγλιστρούν, το έργο περιέκλειε διακριτικά ένα θραύσμα ζωής της ίδιας της Αριάν και των δύσκολων σχέσεων με την Αγγλίδα μητέρας της. Μια σιωπή είχε σπάσει, αφήνοντας μια πικρή γεύση στον προσεκτικό θεατή: η μετουσίωσή της σε ρόλο, το συμβολικό πέρασμά της από την πλατεία στη σκηνή σημαίνει μήπως ένα τέλος;… Το 2010, «Οι ναυαγοί της Τρελής Ελπίδας» ήχησε σαν αποχαιρετισμός στις ουτοπίες, ή μάλλον, πιο σκληρά, στην ικανότητα να μας συνεπαίρνουν. Παρά την εκπληκτική τεχνική δεξιότητα, την αξέχαστη εικόνα εκείνου του μπουλουκιού που γύριζε ταινία την εποχή του βωβού κινηματογράφου, μια απαισιοδοξία παλλόταν υπόγεια. Η πίστη στην τελική ανατροπή απομακρυνόταν από τον ορίζοντα. Και το 2016 ήρθε το «Ένα Δωμάτιο στην Ινδία», έργο μάλλον αδέξιο με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις που είχε δεχτεί τότε η Γαλλία. Για πρώτη φορά, το κλασικό για τον θίασο δραματουργικό τρικ ενός θεάτρου μέσα στο θέατρο είναι άγονο περίβλημα, ενώ ο πολιτικός λόγος αναμασά τετριμμένα κλισέ. Για πρώτη επίσης φορά, στο εσωτερικό της δράσης, ένας απών σκηνοθέτης δίνει τηλεφωνικά οδηγίες στην επί σκηνής αντικαταστάτη του, που κακείν κακώς προσπαθεί να εκτελέσει. Το θέατρο της Μνουσκίν φέρει πάντα τα στίγματα της πραγματικότητας του θιάσου. Κι εδώ είναι σαν η σκηνοθέτις, ορειβατώντας μεταξύ αλήθειας και θεατρικότητας, να έκανε μια πρόβα στο «μαγικό εάν» της απουσίας της. Ώσπου σήμερα, στο «Κανατά», έκοψε το νήμα της τηλεφωνικής γραμμής και για πρώτη φορά εξαφανίστηκε από τη διανομή, αναθέτοντας τον ρόλο της στον Καναδό σκηνοθέτη Ρομπέρ Λεπάζ.

Κανατά, Ρομπέρ Λεπάζ, Θέατρο του Ήλιου

Το «Κανατά» δεν είναι στο ύψος του θεάτρου που μας έχει συνηθίσει η Μνουσκίν. Κι είναι παράξενο που, ενώ άλλος κάνει τη σκηνοθεσία, στο αποτέλεσμα όλοι αναγνωρίζουν τη δική της μόνο σφραγίδα. Σαν το παρόν-απόν χέρι της να εξακολουθεί να διευθύνει τα πάντα ώστε το Θέατρο του Ήλιου να μπορεί να βρίσκεται και σε ό,τι εκείνη δεν υπογράφει. Όλα είναι γνώριμα: η εναλλαγή κλίμακας, επιβλητικού και μινιατούρας, χορικών και ολιγομελών σκηνικών συνθέσεων, οι στυλιζαρισμένες κινήσεις των ηθοποιών, η παράλληλη αναζήτηση αποστασιοποίησης και ενσάρκωσης που κάνει τόσο χαρακτηριστικό το παίξιμό τους. Όμως η επική διάσταση, η τελετουργικότητα της αναπαράστασης δεν είναι πια εκεί. Η δραματουργία είναι σαν ξηλωμένη, με τα ξέφτια να κρέμονται, τους ηθοποιούς να σκοντάφτουν και, για να μη φάνε τα μούτρα τους, να μιλάνε πολύ, πολύ περισσότερο απ’ όσο το υφάδι της ιστορίας αντέχει. Ένα έργο κουρασμένο, όπου «οι θεοί του θεάτρου», που η Μνουσκίν κάθε φορά αποζητά, κοιτάνε αλλού.

Πέρα όμως από την κούραση, που ίσως να οφείλεται στην πρωτόλεια είσοδο ενός «ξένου» στα άδυτα του Ήλιου, υπάρχει και ένα άλλο αξιοπρόσεκτο στοιχείο: για πρώτη φορά δημιουργία του Θεάτρου όχι απλώς βασίζεται σε κάποιο ιστορικοπολιτικό σκάνδαλο αλλά το προκαλεί κιόλας. Το «Κανατά» κόντεψε να μην ανέβει ποτέ. Οι αυτόχθονες του Καναδά, των οποίων την ιστορία διηγείται, κατηγόρησαν τους συντελεστές για «πολιτιστική ιδιοποίηση». Όχι επειδή «δεν τους συμβουλεύτηκε», όπως με πολιτική ορθότητα γράφει το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά επειδή κανένας εκπρόσωπός τους δεν υπάρχει στη σκηνή, επειδή φωνές άλλων μιλούν στη θέση τους, επειδή πάλι αγνοήθηκαν και καταδικάστηκαν στη σιωπή. Άλλοι υποδύονται τον ρόλο τους και ενσαρκώνουν τα τραύματα της αποικιοποίησής τους από τους Δυτικούς, μιλούν για την εξάλειψη του πολιτισμού τους, για τα ναρκωτικά και την πορνεία που έχει πλέον γίνει πρόφαση της ανυπαρξίας τους, της αορατότητάς τους.

Οι πρόβες διακόπηκαν και το εγχείρημα πρόσκαιρα ακυρώθηκε όταν Καναδοί συμπαραγωγοί αποφάσισαν να αποσυρθούν. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και σε προηγούμενη παράσταση του Λεπάζ: πριν μερικά χρόνια, το «SLAV» ακυρώθηκε οριστικά γιατί, ενώ θέμα του ήταν οι Αφροαμερικανοί σκλάβοι, πάλι σχεδόν κανείς εκπρόσωπός τους δεν υπήρχε στη διανομή. Για τη Μνουσκίν όμως, η θύελλα που ξεσήκωσε η προοπτική του «Κανατά» ήταν πρωτόγνωρη. Στο μάτι του κυκλώνα βρέθηκε εκείνη που τα είχε βάλει με το τεράστιο σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος στο «Η Επίορκη πόλη ή το Ξύπνημα των Ερινύων», που το θέατρό της έχει κατά καιρούς γίνει καταφύγιο για τόσους πρόσφυγες, που την εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία έκανε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την πολιτική της χώρας της, που ήταν παρούσα στο Σύνταγμα με την υπερ-μαριονέττα της.

Βέβαια, αν και πάντα πολιτικό, το θέατρο της Μνούσκιν δεν υπήρξε ποτέ θέατρο διχαστικό. Το επικό στοιχείο δεν αντλεί από την μπρεχτική αντίληψη της ανάδυσης της διαλεκτικής των αντιφάσεων, αλλά από την παράδοση του Ζαν Βιλάρ για ένα θέατρο ενωτικό, που ουσιαστικά λειαίνει τον πολιτικό διαξιφισμό γύρω από μια υπόγεια και σιωπηλή συναίνεση στην «από κοινού συνύπαρξη». Στη Μνουσκίν, οι ανταγωνιστικές δυνάμεις μετουσιώνονται σε ιερατικές μονοδιάστατες φιγούρες, σε διχοτομία μεταξύ «καλού» και «κακού». Ωστόσο, σαν παιδί του Μάη του 68, δεν θα έπρεπε να ξεχνάει το ερώτημα που τότε όφειλε συστηματικά να απαντάται και σήμερα έχει εσκεμμένα πνίξει η πολιτική ορθότητα: «Από ποιά θέση μιλάς;» Η θέση αυτή μοιάζει λοιπόν να έχει μετατοπιστεί.

Το επιχείρημα της πολυεθνικότητας του θιάσου, ως εκ των πραγμάτων νομιμοποίηση της ιδιοποίησης της ιστορίας ενός εξολοθρευμένου πολιτισμού από άλλες πολιτισμικές μειονότητες της Δύσης, το οποίο προέβαλλε, ακούγεται από ασθενές ώς υπεροπτικό. Και στην ανοιχτή επιστολή του θιάσου αναφέρεται ότι το έργο «δεν παραβιάζει κανένα άρθρο του γαλλικού δικαίου (…) το μόνο στο οποίο το θεάτρό μας αναγνωρίζει ότι υπόκειται και το οποίο οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του γαλλικού λαού έχουν ψηφίσει». Η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου να αλλάξει τον κόσμο μετατρέπεται, εδώ, σε πίστη στους νόμους της πολιτείας και τον αστικό κοινοβουλευτισμό… Εντελώς δε παραπλανητικά, στον τίτλο του «Κανατά» προστίθεται ο προσδιορισμός «Η διαμάχη», αφήνοντας να εννοηθεί ότι τα ζητήματα που ανέκυψαν έχουν λάβει θέση στο έργο. Το μόνο όμως που ακούγεται, εν είδει ερώτησης που τίποτα δεν διερωτά, είναι ένα αμυντικό: «δηλαδή πρέπει να είναι κανείς μαύρος για να μιλά για τα προβλήματα των μαύρων ή Εβραίος για να μιλά για τους Εβραίους;» Αποστομωτική συρρίκνωση του προβλήματος, αναποδογύρισμα της διαμάχης σε εμβρόντητη απορία που στρέφει βίαια την πλάτη σε αυτούς που την έθεσαν ως αίτημα. «Από ποια θέση μιλάς;» Μήπως από τη θέση της πολιτιστικής ηγεμονίας της Δύσης; Ή μήπως από τη θέση του εκθειασμένου καλλιτέχνη, του καλλιτέχνη που οριστικά μπήκε στη σφαίρα του απυρόβλητου, στο πάνθεον όσων δεν έχουν πια να αποδείξουν τίποτα και να λογοδοτήσουν για τίποτα; Ας μην σφραγιστεί έτσι η καλλιτεχνική διαθήκη…

Ίσως άρα να είναι πρόχειρη η εξομοίωση της αντίδρασης των αυτοχθόνων με μια οποιαδήποτε επιβολή λογοκρισίας, όπως ειπώθηκε στη συζήτηση με τους ηθοποιούς του Θεάτρου του Ήλιου στο πέρας μιας εκ των παραστάσεων. Είναι προβληματικό να μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με τον ταλιμπανισμό των καθολικών που, στη Γαλλία, ορμούσαν αλαλάζοντας στη σκηνή του «Sul concetto di volto nel figlio di Dio» του Ρομέο Καστελλούτσι, απειλώντας τους ηθοποιούς, ώσπου οι σεκιουριτάδες να τους βγάλουν έξω σηκωτούς. Πράγμα που, δύο μήνες αργότερα, επέβαλλε στην είσοδο του θεάτρου όπου παιζόταν το «Golgota Picnic» του Ροντρίγκο Γκαρσία έναν μηχανισμό ανίχνευσης ισάξιο των αεροδρομίων. Ίσως η πιο προσεκτική, αν και φαινομενικά παράδοξη, αναλογία είναι οι αντιδράσεις που είχε προκαλέσει στους Αφρικάνους της Γαλλίας η παρουσίαση του «Exhibit B» του Brett Bailey. Στην ανθρώπινη εκείνη έκθεση της ιστορίας της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, είχαν συμμετέχει εθελοντικά εκπρόσωποι της αφρικανικής κοινότητας κατόπιν έκκλησης του Bailey. Η επιλογή αυτή θεωρήθηκε ρατσιστική για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από το «Κανατά»: την επιτέλεση είχαν αναλάβει μαύροι, σώματα δηλαδή που έφεραν τη μνήμη της φρικαλεότητας της Δύσης. Πίσω από τέτοιες αντιφατικές αντιδράσεις, διαβάζεται ο αστείρευτος πόνος που ακόμα προξενεί ο δυτικός πολιτισμός κάθε φορά που απολογείται για το ειδεχθές του πρόσωπο, είτε χρησιμοποιώντας είτε παραγκωνίζοντας τα υποκείμενα των δραμάτων που παντού έχει γράψει. «Από ποια θέση μιλάς;» Να το κατ’ εξοχήν ερώτημα.

 

*Εντός παρενθέσεως*

Η θεατρική κριτική είναι αγώνας ενάντια στη λήθη. Το κείμενο αυτό είναι μια προσπάθεια σύνθεσης μνήμης και σκέψεων που το «Κανατά» ανέσυρε. Είναι λοιπόν καθ’ όλα υποκειμενικό. Γιατί στην τέχνη (ή παντού;) αντικειμενική ματιά δεν υπάρχει. Κάθε κείμενο διηγείται μια ιστορία μέσα από μια προσωπική ματιά. Ο κόσμος είναι η εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν, έλεγε ο φιλόσοφος. Σε μια πρόσφατη, αποκαρδιωτική, συνεύρεση θεατρικών κριτικών, θέλοντας να υποστηρίξουν την αντικειμενικότητα της κριτικής, ειπώθηκε πως οφείλει κανείς να συμβουλεύεται τον κριτικό όπως συμβουλεύεται τον γιατρό όταν είναι άρρωστος, ή πιο αλλόκοτο ακόμα, να τον εμπιστεύεται όπως εμπιστεύεται τον πιλότο όταν μπαίνει σε αεροπλάνο… Εκείνο βέβαια που πράγματι ο καθένας οφείλει να κάνει είναι να αποφεύγει τους κριτικούς που περνιούνται για γιατροί ή για πιλότοι, όπως ακριβώς λογικά θα απέφευγε τους γιατρούς ή τους πιλότους που περνιούνται για κριτικοί θεάτρου.

 
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject

« Καλοκαιρινά μπάνια » Καμαράτου / Κουτσολέλος

« Καλοκαιρινά μπάνια » Καμαράτου / Κουτσολέλος

Όταν, το 1966, ο νεαρός Πέτερ Χάντκε αποδομούσε το θέατρο και τις συμβάσεις του με το έργο του «Βρίζοντας το κοινό», το σκάνδαλο ήταν τέτοιο που η θεατρική ομάδα πέρασε τη νύχτα της πρεμιέρας στο αστυνομικό τμήμα. Δύσκολο για τους θεατές της εποχής να δεχτούν ένα έργο που εξ αρχής δηλώνει ότι δεν είναι καν έργο, ότι δεν υπάρχουν ούτε ιστορία ούτε πρόσωπα, ένα έργο όπου η γραφή διηγείται τον εαυτό της. Σήμερα που οι θεσμοί έχουν αναπτύξει την ικανότητα να αφομοιώνουν ή και να ισχυροποιούνται από την κριτική, το «Kαλοκαιρινά μπάνια» των Βάσω Καμαράτου και Κώστα Κουτσολέλου δεν είναι η παράσταση που τους τρίζει τα δόντια. Είναι η παράσταση που, καθώς διηγείται τον εαυτό της, τους ξεγυμνώνει δείχνοντας τα γρανάζια τους, αντλώντας το υλικό της από το δικό τους κενό. Όπου ο τίτλος-πλάνη είναι σαν τη ροζ μάσκα του θρυλικού «κουλτούρα να φύγουμε».

Βαδίζοντας διαρκώς δίπλα-δίπλα, το ήμισυ δε του χρόνου εκτός προβολέων, ντυμένοι με κάτι άθλιες παλιές φόρμες, η Βάσω και ο Κώστας αναρωτιούνται τι κάνουν εκεί. Ξέρουν ότι δεν θα μας αρέσει, θα βαρεθούμε, θα μας πάρει ο ύπνος και στο τέλος θα χειροκροτάμε «σαν τα βόδια», όπως κάναμε «και στον Βογιατζή». Κάπως έτσι ξεκινά η παράσταση που μιλά για την ίδια την παράσταση. Την παράσταση που ο Θεοδωρόπουλος τους προσκάλεσε να κάνουν, δικαιώνοντας επιτέλους χρόνια αναμονής και στερημένων προσδοκιών για μια πρόταση από τα φωτεινά ονόματα του ελληνικού θεάτρου, σειράς αναγκαστικών αλλά κενών νοήματος συνεργασιών, διαρκούς αυτο-αμφισβήτησης και απεγνωσμένης δίψας για αναγνώριση. Με ψυχρό αυτοσαρκασμό, οι δύο ηθοποιοί μιλάνε για το νόημα του να είσαι ηθοποιός σήμερα. Όχι ένας ιλουστρασιόν ηθοποιός που διαλαλεί ότι ζει για να παίξει μεγάλους ρόλους, αλλά ένα σάρκινο πλάσμα που παίζει για να ζήσει. Που έχει τόσο συνθλιβεί από το πλαίσιο εργασίας του που βαριέται τα πάντα. Βαριέται ακόμα και το να ψάχνει το νόημα. Οπότε περνάει την ώρα του λέγοντας ότι κάτι πρέπει να κάνει και τελικά δεν κάνει τίποτα. Ούτε καν την παράσταση που ήθελε.

 

Εκείνο λοιπόν που αποδομείται δεν είναι η θεατρική παράσταση (άλλωστε τι καινούριο απομένει να ειπωθεί επ’ αυτού;), είναι το σύστημα που την παράγει και που εκ των προτέρων έχει απομυζήσει το όποιο της νόημα. Εδώ, το υπαρξιακό νόημα δεν έχει χαθεί όπως στον Μπέκετ, έχει κλαπεί από το σύστημα. Και το κοινό δεν καθυβρίζεται επειδή αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που περίμενε, αλλά επειδή ανοιχτά του αποκαλύπτεται πόσο αποτελεί μέρος του προβλήματος: χωρίς να του απευθυνθούν ποτέ, ακυρώνοντας ακόμα και την παρουσία του, οι δύο ηθοποιοί του εκσφενδονίζουν στα μούτρα τον καθωσπρεπισμό, την ανεπάρκεια, την άδεια του προσδοκία για μια χρήσιμη φεστιβαλική βραδιά.

Ο καθρέφτης που μας τείνεται μπορεί πράγματι να είναι ανυπόφορος. Γιατί η αυτοαναφορικότητα της σκηνής δεν είναι ένα κλειστό σύστημα συμβόλων. Ο κόσμος του καθένα μας έχει τον δικό του «Καραθάνο», τον δικό του «Μαρμαρινό», τη δική του «Αμαλία Μουτούση». Έχει τα δικά του «Καλοκαιρινά μπάνια» που δεν θα γίνουν ποτέ. Ίσως όμως εάν το περιγράψει με τη διαύγεια και το χιούμορ του Κουτσολέλου και της Καμαράτου, να αρχίσει ήδη να το αποδομεί.

*Εντός παρενθέσεως*

Το επόμενο βράδυ, παιζόταν «Το κορίτσι από το εργοστάσιο της ομίχλης»του Ελβετού Τομ Λουτς. Ενώ δηλωμένη του πρόθεση ήταν να διερωτηθεί για τη «θέση της ποίησης σε έναν κόσμο που κυριαρχείται ολοένα περισσότερο από τους νόμους της αγοράς», έπνιξε στους καπνούς του τη φωτιά που το δίδυμο της προηγούμενης είχε ανάψει. Το αισθητίζον κενό, η μάταιη αναμονή της υπόσχεσης ήταν η απτή επαναφορά όλων όσα έθιξαν τα «Καλοκαιρινά μπάνια». Το «θα χειροκροτάνε σαν τα βόδια» φτάνει να περάσει μια μέρα για να γίνει ξανά πραγματικότητα. Την εμπειρία όμως του θεατή νοηματοδοτεί η αλληλουχία, και όχι το μεμονωμένο, το «προϊόν». Αντίστοιχα, η θεατρική κριτική οφείλει να αδιαφορεί για το αν το προϊόν κυκλοφορεί ακόμα στα ράφια των θεάτρων. Δεν καλύπτει την επικαιρότητα. Καλύπτει το κενό που η παράσταση αφήνει, αναζητά την γλώσσα που ισάξια με την παράσταση θα αποτυπώσει τη σχέση της με τον κόσμο. Και ει δυνατόν θα συνεχίσει τον διάλογο. Έτσι, το κείμενο αυτό γράφεται ενώ κανείς δεν μπορεί να δει πια τα «Καλοκαιρινά μπάνια».

 
 
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject

Η «πειραματική» γενιά των τεσσάρων ενσήμων

Η «πειραματική» γενιά των τεσσάρων ενσήμων

Ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες το τελευταίο Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών, που ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης εγκαινίασαν πριν τέσσερα χρόνια ως νέοι τότε διευθυντές της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού θεάτρου. Στην ετήσια αυτή συνάντηση νέων καλλιτεχνών και κοινού, οι σκηνοθέτες καλούνται να δημιουργήσουν γύρω από ένα θέμα. Φέτος ήταν η Αθήνα και τα ερωτήματα που ταλανίζουν τους κατοίκους της: «Είναι η Αθήνα η πόλη που αγαπάμε ή μια πόλη που φοβόμαστε; Η πόλη που αποδέχεται ή που αποστρέφεται το “διαφορετικό”; Η πόλη που ευνοεί με ίσες ευκαιρίες ή μια πόλη οχυρωμένων θυλάκων; Άραγε μπορούμε να ελπίζουμε στη φιλική εξέλιξη της φυσιογνωμίας της;» Τέσσερις παραστάσεις γεννήθηκαν. Μέσα από τις διαφορετικές τους ματιές στην πόλη και τους διαφορετικές τους αισθητικές, ανέδειξαν την εκρηκτική ζωτικότητα του νέου ελληνικού θεάτρου.

Είναι όλοι τους γύρω στα τριάντα, με λιγότερες ή πολλές δουλειές στο ενεργητικό τους και με διαμορφωμένη αντίληψη για το θέατρο που υπερασπίζονται. Ο Ηλίας Αδάμ, ο Γιάννης Παναγόπουλος, ο Δημήτρης Μπαμπίλης, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη και οι συνεργάτες τους (ας μας συγχωρεθεί που για λόγους συντομίας δεν τους αναφέρουμε…), σε δύσκολες συνθήκες υλοποίησης και ταχείς χρόνους, κατάφεραν να ξεπεράσουν σε ζωντάνια και αέρα ανανέωσης την ασθμαίνουσα Κεντρική σκηνή του Εθνικού. Η παρακάτω σειρά δεν είναι αξιολογική: αντανακλά έναν πιθανό εσωτερικό διάλογο μεταξύ των παραστάσεων.

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

Παρεκκλείνοντας από την αθηναϊκή θεματική, ο Ηλίας Αδάμ μεταφέρει για πρώτη φορά στη σκηνή την αυτομυθοπλασία του Γάλλου συγγραφέα Εντουάρ Λουί, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ». Ο Εντύ ανακαλύπτει την προτίμησή του στα αγόρια μέσα από τα γιουχαΐσματα και τις ταπεινώσεις. Η βαρβαρότητα της γαλλικής επαρχίας καταγράφεται ωμά, όπως ωμά καταγράφονται τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και η βαθειά μοναξιά του νεαρού Εντύ. Αφαιρώντας το όποιο γκέι κλισέ, η απόδοση του Ηλία Αδάμ βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στο βίωμα της διαφορετικότητας, την κατακραυγή της και το πολιτικό τους σκέλος: το μίσος του άλλου ως συνακόλουθο του οργανωμένου κοινωνικού θανάτου της εργατικής τάξης, αλλά και ως ξεφώνημα του όποιου ξεστρατίζει από μια όλο και πιο ασφυκτική κανονικότητα. Εικόνες από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου αναδύονται στις μνήμες. Παρότι δεν αναφέρεται ποτέ στην παράσταση, το γεγονός που στοιχειώνει πλέον την ιστορία της Αθήνας συνδιαλέγεται, υπόγεια και σιωπηλά, με την πραγματικότητα της σκηνής.

Το μπλε υγρό

Στους αντίποδες των τραυμάτων της διαφορετικότητας είναι η queer γιορτή που έστησε ο Γιάννης Παναγόπουλος, με αφετηρία τα διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου. Συρραφή ανθρώπινων ιστοριών με φόντο την Αθήνα, το «Μπλε υγρό ή Ο ουρανός δε φαίνεται καλά από τη Σόλωνος» είναι ένας καρναβαλικός μεγεθυντικός φακός στις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα. Είναι ένα ντεφιλέ πολύχρωμων και αεικίνητων καθημερινών ηρώων που παλεύουν χοροπηδώντας μες στη σκόνη της ευθείας γραμμής, που γελούν στα μούτρα της ραγισμένης επιθυμίας. Ο Γιάννης Παναγόπουλος και η εκρηκτική του παρέα μας δείχνουν πώς η ζωή μπορεί να είναι γιορτή και το θέατρο ο χώρος που αντηχεί την υπέρβαση των ορίων: όχι μόνο επειδή η παράσταση ξεκινά από τον δρόμο και καταλήγει στη σκηνή, όχι μόνο επειδή το φύλο των ηθοποιών είναι αδιάφορο για τον ρόλο που υποδύονται, αλλά και επειδή είχαν την τόλμη να φτάσουν στα άκρα τους περιορισμούς της όποιας παραγωγής και να εισβάλλουν κατά δέκα στη σκηνή, γεμίζοντάς την με την ασυγκράτητη ενεργητικότητά τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα

Στην πρόταση του Δημήτρη Μπαμπίλη, «ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Αθήνα», η συρραφή δεν περιορίζεται στο περιεχόμενο των ιστοριών αλλά επεκτείνεται και στις θεατρικές τους μορφές. Σε ένα υβριδικό σύνολο, ηθοποιοί, μουσικοί, κάτοικοι της πόλης, ειδικοί και μη, στοιχειοθετούν έναν προβληματισμό γύρω από τις μεταλλάξεις της πόλης, από την καταστροφή της ιστορικής Αθήνας και την οικοπεδοποίηση μέχρι τον εξευγενισμό και την τουριστικοποίηση. Βίντεο, μαρτυρίες και αναλύσεις, ποιήματα και αυτοσχεδιαστικές σκηνές είναι τα κομμάτια ενός ανομοιόμορφου παζλ που, μπαίνοντας δίπλα δίπλα, υποχρεώνουν σε μια καλειδοσκοπική ανάγνωση. Ο Δημήτρης Μπαμπίλης βρίσκει τη δική του γλώσσα ενός πολιτικού θεάτρου που ξεβολεύει: οι συμβάσεις είναι πρόσκαιρες ακόμα και στο εσωτερικό της παράστασης, η θέση του θεατή ανατρέπεται συστηματικά, η θεατρικότητα αυτοακυρώνεται με το που ξεπροβάλλει. Ξεφεύγοντας από το, ίσως ανώδυνο πια, θέατρο με πολιτικό περιεχόμενο, αντλώντας στοιχεία από όλες τις δυνατότητες της περφόρμανς, αναζητά ένα θέατρο που αντανακλά την πολιτική του θέαση μέχρι και στο σώμα του κάθε θεατή.

Καλλιόπη: ο δρόμος των τεράτων

Κάνοντας άλμα από τον απτό ιστό της πόλης στην αισθαντικότητά της, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη, σαν να υπακούει στις επιταγές του ίδιου της του ονόματος, αφουγκράζεται τους απόηχους της γενιάς του 30 και συνεχίζει την αναζήτηση της σύζευξης μνήμης, αρχετύπων και ελληνικότητας. Βουτηγμένη στην αχλύ ενός παρελθόντος που ερήμην μας ακολουθεί, το «Καλλιόπη: ο δρόμος των τεράτων» στηρίζει στην πλαστικότητα των σωμάτων τη θραυσματική μνήμη της οδού Αθηνάς. Βρισκόμαστε εδώ και αλλού, τότε και τώρα. Τότε που η Ομόνοια ήταν στρογγυλή και το άγαλμα της Καλλιόπης περίσσευε, τώρα που η Αθηνάς μυρίζει ανάκατα σφαχτά και σκόνη, τότε που οι γιαγιάδες ήταν νέες και ήδη γερασμένες, τώρα που τα αντικείμενα στοιβάζονται χωρίς νόημα αλλά όλα τους κάτι διηγούνται. Ένας μικρός-μεγάλος κόσμος, φτιαγμένος με τις χοντρές πινελιές των πουαντιγιστών και ξαναδουλεμένος με τη σκοτεινή όψη του ονείρου, ένας κόσμος που πάλλεται στην πλάτη της καρδιάς, στον χώρο της νοσταλγίας.

Τέσσερις διαφορετικές και εξίσου ολοκληρωμένες αισθητικές προσεγγίσεις τόσο της Αθήνας όσο και του θεάτρου συνθέτουν τις γενναιόδωρες προτάσεις των νέων, αλλά ήδη έμπειρων, σκηνοθετών. Όμως το θέατρο δεν είναι μόνο αισθητική. Είναι και πολιτική. Κι ένα κριτικό κείμενο είναι ημιτελές, ίσως και ανειλικρινές, εάν αγνοήσει τους όρους παραγωγής. Ενώ αυτοί είναι γνωστοί. Όχι μόνο συζητιούνται στον θεατρικό χώρο, αλλά ακούγονται και σε μια από τις παραστάσεις. Η τελευταία πρόταση στο «Μπλε υγρό» είναι: «Και πήραμε μόνο τέσσερα ένσημα από το Εθνικό». Τέσσερα ένσημα, για την ακρίβεια εισφορές ενσήμων, για όσους συντελεστές βρίσκονται επί σκηνής στις τέσσερις παραστάσεις που προβλέπονται για την κάθε δημιουργία. Μόνο για τους ηθοποιούς λοιπόν. Η δουλειά των υπόλοιπων συντελεστών είναι αυτό που, με εύσχημο τρόπο, ονομάζεται «αφανής». Τόσα επενδύει η διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου στη νέα γενιά του σήμερα. Προσφέροντας βέβαια την υλικοτεχνική υποστήριξη που έχει στη διάθεσή του. Προσφέροντας κυρίως την αίγλη του να παίζει κανείς στο Εθνικό, και παγιδεύοντας σε αυτήν τους νέους δημιουργούς, αφού η ανάγκη ύπαρξης εκ των πραγμάτων δεν τους επιτρέπει να αρνηθούν. Η ζωτικότητα της «πειραματικής» αυτής γενιάς, της γενιάς που ξεκίνησε εν μέσω κρίσης και ελπίζει να μην κληθεί εσαεί να αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει θέατρο αμισθί, φωνάζει ότι αξίζει κάτι αντάξιό της εκ μέρους του κρατικών οργανισμών.

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ΖΗΝ, ένθετο περιοδικό του ThePressProject

« Ύψωμα 731 » Άρης Μπινιάρης

« Ύψωμα 731 » Άρης Μπινιάρης

Μια ροκ μπάντα παίζει τον πόλεμο, εκρήγνυται στο εμείς και το εκείνοι, ρηγματώνει και αναπλάθει το εγώ, εμψυχώνει τη θανατερή ακινησία, εκεί, «731 μέτρα πάνω από τον Άδη», στο ύψωμα που κόντυνε πέντε μέτρα στη διάρκεια της μάχης. Τρείς μουσικοί και δύο αφηγητές αναβιώνουν την ιστορική εκείνη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου με το αναγνωρίσημο πλέον καλλιτεχνικό ύφος του Άρη Μπινιάρη. Ούτε θέατρο, ούτε συναυλία, ούτε περφόρμανς, αλλά ένας αρμονικός και γαλήνιος διάλογος μεταξύ όλων αυτών, με αποτέλεσμα μια τέλεια υβριδική μορφή.

Μετά τον πολυφωνικό ηρωισμό του «Το ‘21», το «Ύψωμα 731» εμπνέεται από την αληθινή ιστορία, κοιτάζοντάς την μέσα από τις μαρτυρίες των αφανών της ηρώων. Όλοι αυτοί οι «άθλιοι, κουρελήδες, ξεχασμένοι απ’ το Θεό, χτικιά ή άνθρωποι;» αναβιώνουν στο μουσικό έπος του σκηνοθέτη, ο οποίος φαίνεται να αναζητά, σε μια εποχή χωρίς ήρωες, στην εποχή του ατελείωτου «τέλους της ιστορίας», τις φωνές και τις μορφές εκείνων που κάποτε πίστεψαν, αντιστάθηκαν, αναγεννήθηκαν, ελευθερώθηκαν.

Εάν η ανάγκη επιστροφής στο αφήγημα του μικρού ηρωικού λαού που, σαν ένα άλλο γαλατικό χωριό, πάντα αντιστέκεται είναι προφανώς συνυφασμένη με την υπαρξιακή κρίση της μνημονιακής ταπείνωσης, εκείνο που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και ενδεχομένως μοναδικό, είναι το διονυσιακό στοιχείο που βρίσκεται στον πυρήνα της δουλειάς του Μπινιάρη. Η δυνατή ροκ μουσική, οι κοφτές ανάσες των ερμηνευτών-αφηγητών, οι υποχθόνιες σκιές του φωτισμού, το κείμενο-έπος που μια προχωρά και μια επαναλαμβάνεται, άλλοτε σλαμ κι άλλοτε ορατόριο, είναι συστατικά που, αρμονικά αλλά εντατικά, προκαλούν ένα είδος εκστατικής μέθεξης, παρασύρουν την αίθουσα στον εξωπραγματικό χωροχρόνο κάποιας αρχέγονης μυσταγωγίας. Σαν να αναβιώνει ένας σύγχρονος αρχαίος χορός σ’ ένα δράμα όπου ήρωας είναι η θεϊκή διάσταση του καθημερινού ανθρώπου.

Ήδη από το παγανιστικό «Θείο τραγί», τους ανατολίτικους «Πέρσες», τις ροκ «Βάκχες», ακόμα και με την σίξτις εκδοχή του «Ξύπνα Βασίλη», και τώρα με το «Ύψωμα 731», ο Μπινιάρης αναζητά έναν νέο συλλογικό ήρωα και, με την μουσική, την ποίηση και τη μέθη, επανεφευρίσκει ένα τελετουργικό που μοιάζει να αναβλύζει από τις θρησκευτικές ρίζες του θεάτρου.

Ύψωμα 731

Κείμενο-σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης

Θέατρο Πορεία: https://poreiatheatre.com/plays/ypswma-731/

« Βόυτσεκ » Γκέοργκ Μπύχνερ / Κατερίνα Ευαγγελάτου

« Βόυτσεκ » Γκέοργκ Μπύχνερ / Κατερίνα Ευαγγελάτου

Έχουν πολλά γραφτεί για τον «Βόυτσεκ» του Μπύχνερ και πολλές είναι οι αναζητήσεις της αλληλουχίας που θα είχαν τα 29 αποσπάσματα, εάν ο θάνατος δεν διέκοπτε τη συγγραφή, υποχρεώνοντας τους σκηνοθέτες να δοκιμάζονται εσαεί στη συρραφή των άλλοτε εκτενέστερων κι άλλοτε συντομότερων σπαραγμάτων ενός κειμένου που ποτέ δεν θα μάθουμε την έκταση και την τελική μορφή που προσδοκούσε ο συγγραφέας τους.

Το σίγουρο όμως είναι ότι, όπως ο Κολτές ενάμιση αιώνα αργότερα, ξέροντας ότι πεθαίνει, αφήνεται να εντυπωσιαστεί από την αληθινή ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου Ρομπέρτο Ζούκο και γράφει τον δικό του «Ρομπέρτο Τσούκο», έτσι και ο Μπύχνερ, προφανώς ήδη χτυπημένος από τον τύφο, αντλεί από την πραγματική ιστορία του φονιά Γιόχαν Κρίστιαν Βόυτσεκ το υλικό για το δικό του στερνό έργο.

Στη Γερμανία του 1837 ένας πρώην στρατιώτης, χωρίς δουλειά και λόγο ύπαρξης, γίνεται πειραματόζωο στα χέρια της ιατρικής επιστήμης και, από ταπείνωση σε ματαίωση, φτάνει να μαχαιρώσει τη γυναίκα που αγαπά και που τον απατά.

Είτε εκληφθεί ως ο εξπρεσιονιστικός ήρωας ενός πρώιμου (και εξ ανάγκης) Stationendrama, είτε ως ο προάγγελος του νατουραλισμού, είτε σκηνοθετηθεί ως ένα εκσυγχρονισμένο λούμπεν στοιχείο (όπως έκανε ο Όστερμαγιερ το 2004), είτε ως διαχρονικός εκπρόσωπος του υπαρξιακού αδιέξοδου, ο Βόυτσεκ θα είναι πάντα ο πρώτος προλετάριος που διέσχισε τις κουίντες, όχι για να βγει στη σκηνή ως υπηρέτης, αλλά ως κεντρικό πρόσωπο: ένας τραγικός ήρωας της εργατικής τάξης που οι κοινωνικές συνθήκες συνθλίβουν.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου κάνει την επιλογή ενός κυκλικού σκηνικού, μια αρένα σε δύο ορόφους, η οποία κατοικείται από πρόσωπα του τσίρκου, με τον Γιώργο Γάλλο στον ρόλο ενός Βόυτσεκ-αρλεκίνου. Η αισθητική εκ πρώτης όψεως παραπέμπει σε μια σύγχρονη εκδοχή του μπαρόκ theatrum mundi, όπου η ζωή είναι ένα θέατρο κι εμείς οι ηθοποιοί που παίζουμε τον ρόλο που μας έχει δωθεί. Ο εγκλωβισμός και η υποταγή στη μοίρα του ρόλου, που η συγκεκριμένη ανάγνωση ενέχει, δεν διαφαίνονται ωστόσο καθαρά. Η ομοιογενής χρήση της ιδέας του τσίρκου (η οποία κατά παράξενο τρόπο δεν αντανακλάται καν στην υποκριτική γραμμή) ισοπεδώνει τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ ο κάθετος άξονας που δημιουργούν τα δύο επίπεδα του σκηνικού δεν αρκεί για να δώσει σάρκα στις εντάσεις που διέπουν τους ήρωες.

«Για μένα ο Βόυτσεκ είναι ένας ποιητής των καιρών του, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν διαφορετικό τρόπο, από ότι όλοι γύρω του», λέει η σκηνοθέτις σε κάποια συνέντευξή της. Εάν πράγματι ο Βόυτσεκ είναι ποιητής, δεν θα έπρεπε κάπως να διαφαίνεται η διαφορετική ματιά του; Δεν θα έπρεπε κάπως ο κόσμος να του αντιστέκεται, να τον διαμορφώνει, να προέκυπτε κάτι από τη σύγκρουσή τους;

Στην ανάγνωση της Ευαγγελάτου, όλοι είναι μέλη του ίδιου, χωρίς εξωτερική προέκταση, σύμπαντος, κι έτσι οι στιλιζαρισμένοι ρόλοι του τσίρκου γίνονται ένα κούφιο αισθητικό τρικ που παραγκωνίζει τον βαθιά πολιτικό πυρήνα του έργου.

Εκείνο που εν τέλει αντιστέκεται στη σκηνή, όπως αντιστάθηκε και στη λήθη του χρόνου, είναι το ίδιο το κείμενο του Μπύχνερ. Και αφήνει τον Γιώργο Γάλλο (που είχε συγκινήσει μέχρι δακρύων στο « Θερμοκήπιο », ανασταίνοντας επί σκηνής τον ίδιο τον Λευτέρη Βογιατζή σ’ εκείνη που έμελλε να είναι η δική του ύστατη παράσταση) να μην ξέρει τι ακριβώς παίζει.

Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ

Σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

https://www.dithepi.gr/el/events/4570/