Για την κρίση στο θέατρο. Με ανοιχτά χαρτιά

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Από καιρού εις καιρόν, ανήσυχοι ειδήμονες, καθένας από τη δική του σκοπιά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: το θέατρο είναι σε κρίση. Οι αίθουσες είναι πολλές, οι παραστάσεις είναι πολλές, οι κριτικοί είναι πολλοί. Κάθε φορά σοβαρά συμπτώματα και ασόβαρες εξηγήσεις έρχονται να πυκνώσουν την ομίχλη που, ουσιαστικά, προστατεύει τις παθογένειες. Τελευταία, από άρθρο που τιτλοφορείται «Οι Άγριες Μέλισσες έπληξαν τα θέατρα» μαθαίνουμε ότι, φέτος, για τις άδειες αίθουσες φταίει η επιτυχία της τηλεοπτικής σειράς. Απ’ όλα όμως τα αίτια, εκείνο που όχι απλώς εξαντλεί αλλά σκοτώνει τις παραστατικές τέχνες είναι, παραδόξως, αυτό που ποτέ δεν θίγεται ανοιχτά, ενώ συζητιέται μανιωδώς κατ’ ιδίαν: οι εργασιακές σχέσεις.

Η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων είναι κάτι που όλοι βιώνουμε, ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Και όλοι μας διαπιστώνουμε καθημερινά ότι όταν οι όροι εργασίας είναι ειδεχθείς, όταν οι εργαζόμενοι υποφέρουν, η ποιότητα πάσχει. Ένα καλό αποτέλεσμα απαιτεί χρόνο και χώρο –ψυχικό κυρίως. Πέρα όμως από το διαλυμένο κοινό πλαίσιο, που ή απαγορεύει την εις βάθος έρευνα ή την κατατάσσει στον εθελοντισμό, υπάρχει και κάτι που αφορά ειδικά την τέχνη: η ενασχόληση μαζί της δεν θεωρείται δουλειά, αλλά ένα είδος χόμπι. Στην εδραίωση της αντίληψης αυτής πρωτοστατεί η οξυζεναρισμένη δημοσιογραφία που βάζει καλλιτέχνες να χάσκουν στα στούντιο ή να κοτσανολογούν στις συνεντεύξεις. Αλλά και η σοβαρότερη αποφεύγει επιμελώς να θίξει το ζήτημα. Έτσι, η φαντασίωση της αμώμου καλλιτεχνικής συλλήψεως διαιωνίζεται. Το άνοιγμα μιας ειλικρινούς συζήτησης γύρω από μια αφόρητη πλέον κατάσταση δυσκολεύει περισσότερο. Πόσο μάλλον που η γενικευμένη επισφάλεια και το γεγονός ότι οι τέχνες είναι ένας μικρός χώρος όπου όλοι γνωρίζονται, κάνει τους πάντες να μην μιλάνε από φόβο πως θα τιμωρηθούν.

Όμως, όπως σε κάθε πνιγηρό κλίμα, όσα δεν λέγονται δημόσια, λέγονται γύρω από τα τραπεζάκια των καφενείων, στο βάθος των μπαρ, στις βεράντες των σπιτιών. Στις παρέες λοιπόν, τελευταία, συζητιέται ότι ατύχημα ηθοποιού που συνέβη κατά τη διάρκεια προβών στη Στέγη δεν ήταν αυτόματα εργατικό αφού δεν είχε υπογραφεί καμία σύμβαση. Στις παρέες συζητιούνται, κάθε λίγο, νέα περιστατικά από συνεργασίες με το Εθνικό θέατρο: συνεννοήσεις με βάση το δίκιο του ισχυρού, αθετήσεις συμφωνιών την τελευταία στιγμή, αυθαιρεσίες κάθε είδους, αδειάσματα των διαφόρων υπευθύνων μεταξύ τους –ένα κλίμα που παλινωδεί μεταξύ μπούλινγκ, κακοπιστίας και κακοδιαχείρισης. Και όλα προφορικά. Χωρίς έγγραφη απόδειξη. Αλλά και τα έγγραφα του Εθνικού θεάτρου, όταν υπάρχουν, συζητιούνται στις παρέες. Συμφωνητικά, για παράδειγμα, που το θέατρο έχει υπογράψει με ανεξάρτητες θεατρικές ομάδες, το αντίτιμο των οποίων είναι γύρω στο χιλιάρικο. Το πενιχρό ποσό αντιστοιχεί στις εισφορές των ενσήμων των συντελεστών, και μάλιστα μόνο όσων είναι επί σκηνής τις ημέρες των παραστάσεων, όσων δηλαδή δεν μπορεί να αγνοήσει ένας έλεγχος της Επιθεώρησης Εργασίας. Οι πρόβες, η δουλειά του σκηνοθέτη, του σκηνογράφου, του μουσικού, του ενδυματολόγου και όλων των εξωτερικών συντελεστών αγνοούνται. Οι δε μισθοί δεν προβλέπονται! Η ευθύνη για την απόδοσή τους έχει μετακυλιστεί στη συμβαλλόμενη θεατρική εταιρεία, η οποία επωμίζεται όλη τη νομική ευθύνη του «παραγωγού». Με την αφιλοκερδή εργασία άλλων και, κυρίως, με την αρωγή ενός νομικού τμήματος που κάνει νομότυπες παρανομίες και καταπατήσεις, το Εθνικό θέατρο μπορεί να γεμίζει τις αφίσες του με παραστάσεις που δεν έχει στηρίξει. Μια επίσκεψη στη Διαύγεια δείχνει ότι έτσι στήθηκαν (τουλάχιστον) τα Φεστιβάλ Νέων Δημιουργών της αποβιώσασας Πειραματικής σκηνής. Μια πιο ενδελεχής έρευνα ίσως γεννήσει κι άλλους προβληματισμούς. Αντίθετα, η επίσκεψη στη Διαύγεια θα φανεί μάλλον ανώφελη, αν θελήσει κανείς να αναζητήσει ακριβή στοιχεία για τη λειτουργία και το εργασιακό πλαίσιο στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Μια αδιαφάνεια τυλίγει στη Διαύγεια τα δημόσια χρήματα…

Οι αίθουσες είναι, πράγματι, άδειες. Εξαντλημένοι ηθοποιοί παίζουν μπροστά σε άδεια καθίσματα. Και μιας και φταίνε οι «Άγριες Μέλισσες», οι ειδήμονες συνεχίζουν να τις φαντασιώνονται γεμάτες με φίλους και γνωστούς τους. Με αυτούς που συγκαταβατικά θα κλείσουν τη συζήτηση περί κρίσης, κουνώντας το δάχτυλο περί παιδείας και διεύρυνσης του κοινού. Ίσως γι’ αυτό και το Εθνικό θέατρο δεν δίστασε να αρνηθεί την έλευση μαθητών σε παράστασή του, όταν του ζητήθηκε (από εμένα την ίδια) να το κάνει επί πιστώσει, μέχρι να εκταμιευθεί η επιχορήγηση από το υπουργείου Πολιτισμού που θα επέτρεπε την εξόφληση των εισιτηρίων τους. Νομικό τμήμα και διεύθυνση αποφάνθηκαν –προφορικά φυσικά- ότι «δεν μπορεί κανείς να ξέρει πότε το υπουργείο Πολιτισμού» θα το κάνει. Γιατί το Εθνικό, εποπτευόμενος φορέας, δεν φαίνεται να θεωρεί αρκετά αξιόπιστη την εποπτεύουσα αρχή του, το υπουργείο. Κι έτσι η τάξη εκείνου του Επαγγελματικού Λυκείου δεν θα πάει στο Εθνικό. Κι ας το ονειρευόταν επί μήνες. Κι ας τους αποστρέψει η ματαίωση αυτή οριστικά από το θέατρο.

Όταν οι κρατικοί θεσμοί, που αν μη τι άλλο διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, όχι μόνο δεν είναι υποδείγματα ως προς τη στάση τους απέναντι σε όσους κρατούν τον χώρο του θεάτρου ζωντανό, αλλά μοιάζουν να διαπρέπουν σε επινοητικότητα ως προς τους τρόπους εξασθένισής τους, η ανομία και η βιαιότητα της «ελεύθερης αγοράς» έρχεται να βαδίσει σε ήδη στρωμένο έδαφος. Εκεί η άμισθη εργασία είναι η ευνοϊκή συνθήκη, αφού το σύνηθες είναι οι ομάδες να καλύπτουν από την τσέπη τους τα έξοδα της παραγωγής.

Να τι συζητιέται γύρω από τα τραπεζάκια των καφενείων, στο βάθος των μπαρ, στις βεράντες των σπιτιών, και αποσιωπάται δημόσια. Κι αφού ο χώρος των τεχνών είναι ένας μικρός χώρος όπου όλοι γνωρίζονται, όλοι ξέρουμε ότι όλοι το ξέρουμε πως αυτά συζητιούνται. Οι άδειες αίθουσες φέτος, περισσότερο από ποτέ, καθρεφτίζουν όλα αυτά από τα οποία το θέατρο έχει απογυμνωθεί. Κι αν οι «Άγριες Μέλισσες» κλέβουν από τον θεατρικό χώρο το κοινό του, τότε του κλέβουν και την οντολογία του: σαν ένα άλλο Διαφάνι, το θέατρο έχει τους προεστούς και τους απόκληρούς του, έχει όσα «ο κόσμος έχει τούμπανο», έχει «άπλυτα» που ενίοτε μετατρέπονται σε αργύρια, έχει στόματα που σφαλίζουν κάποτε από συμφέρον, συχνότερα δε από φόβο. Όμως τον φόβο νικά η απελπισία. Και γύρω από τα τραπεζάκια των καφενείων, στο βάθος των μπαρ, στις βεράντες των σπιτιών εκείνο που συζητιέται είναι η ανάγκη να σπάσει η ομερτά.

 
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ThePressProject