Το έναυσμα για το κείμενο αυτό έδωσε ένα γαλλικό κείμενο με τίτλο «Με κάθε τρόπο, ακόμα και καλλιτεχνικό»[1] που δημοσίευσε πρόσφατα ο ιστότοπος lundimatin. Θέλησα να μεταφράσω τα λιγότερο αμιγώς «γαλλικά» του αποσπάσματα ώστε να έχει το ελληνικό κοινό πρόσβαση στις εκεί συζητήσεις. Τα όσα ακολουθούν προσδοκούν να τροφοδοτήσουν τους προβληματισμούς του σήμερα για τα εγχειρήματα της επόμενης μέρας. Γιατί εάν, όπως ακούγεται από τα στόματα όλων, ο κόσμος μετά τον ιό δεν θα είναι εκείνος που ξέραμε, εάν η ιστορική στιγμή που διανύουμε ζητά μάλλον να την αφουγκραστούμε παρά να βγάλουμε συμπεράσματα, επιβάλλει σίγουρα να είμαστε σε ετοιμότητα. Η δυνατότητα «αλλαγής μοντέλου», που τόσοι ονειρευόμαστε, δεν θα μας δοθεί, θα πρέπει να την προκαλέσουμε.
Απ’ όταν η καραντίνα μας έκλεισε στα σπίτια μας, η σύγχρονη τέχνη έγινε επιχείρημα παρηγοριάς. Είναι η στιγμή, μας λένε, να διαβάσουμε βιβλία, να δούμε ταινίες, να «καλλιεργηθούμε» τώρα που έχουμε τόσο χρόνο. Θέατρα, ταινιοθήκες και πινακοθήκες άνοιξαν δωρεάν τις πόρτες τους σε εικονικούς επισκέπτες για ψηφιακές περιηγήσεις και τηλεθεάσεις. «Η απόσταση μας ενώνει» είναι το ακομπλεξάριστο σλόγκαν του διαδικτυακού καναλιού υπερ-ιδρύματος, που έσπευσε να επενδύσει στον εγκλεισμό[2]. Παράλληλα, άνθρωποι του θεάματος διεκδίκησαν έναν ρόλο στο σήριαλ «Εγώ και η καραντίνα» που ένας από τους μαέστρους της παρακμής εγκαινίασε. Αγνοώντας ότι ο εκ-ρομαντισμός της καραντίνας είναι προνόμιο ταξικό, μπερδεύοντας την επισφάλειά τους με τις επιβολές του ίματζ, μας έμαθαν πώς ο εγκλεισμός μπορεί να γίνει ευκαιρία αναστοχασμού και επιστροφής στην «ουσία» της ύπαρξης, πόσο είχαν ανάγκη να ξεφύγουν από την «πολλή συνάφεια του κόσμου», που έλεγε ο ποιητής. Όλη αυτή η «αισθητικοποίηση» της κοινωνίας του θεάματος κάνει έκδηλο εκείνο που ως τώρα λίγοι παρατηρούσαν: η απεύθυνση της τέχνης σε όλους μόνο δια της φυσικής τους απουσίας είναι νοητή. Το κοινό, προς το οποίο καμία επίσημη πολιτική δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για τη διεύρυνσή του, την καλλιέργεια της κριτικής ματιάς του, την όξυνση των απαιτήσεών του, αυτό το κοινό επικαλούνται ξάφνου οι διαδικτυακές εγγύτητες. Και η νέα αυτή θορυβώδης επιτόπια κινητικότητα υποσκάπτει τα μηνύματα άγχους, απελπισίας και εγκατάλειψης που εκπέμπουν οι κάθε ειδικότητας δημιουργοί για την επικείμενη κατάρρευσή τους, εάν δεν υπάρξει ισχυρή κρατική στήριξη, δεδομένου ότι η αναγγελθείσα είναι ψίχουλα.
Εάν η οργουελική ολοκλήρωση που βιώνουμε πίσω από τις κλειστές μας πόρτες εκμεταλλεύεται και κεφαλαιοποιεί τα καλλιτεχνικά προϊόντα, ξαναφέρνει επίσης στο φως τον ζωτικό ρόλο της τέχνης στην ανθρώπινη ψυχή. Το «άσκοπο» των μετακινήσεών μας δίνει έναν νέο ορισμό του σκόπιμου που, μέσα από τον δυστοπικό του πυρήνα, αφήνει την τέχνη να αναδυθεί ως η παντοτινή σανίδα σωτηρίας. Τι εννοούμε όμως όταν κάνουμε λόγο για τέχνη; Πού και πώς διαπραγματευόμαστε τις διαφορετικές αναπαραστάσεις που ο καθένας μας έχει γι’ αυτήν; Η τέχνη που ονειρευόμαστε να κάνουμε ή/και στην οποία θέλουμε να μετέχουμε είναι εκείνη που φυλάσσεται πίσω από τους τοίχους των πολιτιστικών χώρων; Ποιοι θα εξακολουθήσουν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν όταν οι πόρτες των σπιτιών μας ξανανοίξουν και οι δικές τους ξανακλείσουν;
Το κείμενο της συλλογικότητας Vibri Feno από τη γαλλική Ρεν δίνει τις δικές του απαντήσεις. Μπορεί να επανέρχεται σε ήδη διατυπωμένες στη χώρα μας σκέψεις, να αποδομεί ίσως τρέχουσες διεκδικήσεις, σίγουρα πάντως αντηχεί την κοινή μας ανησυχία για τη θέση του έργου και του δημιουργού στην κοινότητα.
«(…) Το κυριότερο κριτήριο ενός καλού έργου τέχνης είναι η ικανότητά του, όχι να συγκινεί, όχι να δίνει τη σωστή περιγραφή του κόσμου, αλλά να μεταδίδει τη διάθεση για δημιουργία. Κι είμαστε βέβαιοι ότι οι τεχνικές δεξιότητες δεν είναι εμπόδιο στην μετάδοση της διάθεσης αυτής. Περισσότερο απ’ όποια ανατρεπτική φράση για το τι θα έπρεπε να είναι η τέχνη ή η μη-τέχνη, αυτό είναι το κριτήριο που καθορίζει την απήχηση της καλλιτεχνικής χειρονομίας στην κοινωνία, αυτό ανασυνθέτει τον κόσμο. Συνταγή δεν υπάρχει, μόνο ψηλαφισμοί και διαρκής διάλογος ανάμεσα σε αυτό που κάνουμε και εκείνους κι εκείνες που είναι μπροστά σε αυτό που κάνουμε.
Να γιατί πιστεύουμε στη συλλογική δημιουργία, χωρίς ιεραρχία ανάμεσα στους γνώστες και τους υπόλοιπους. Ζητούμενο δεν είναι να φαντασιωθούμε ότι όλα τα χέρια ζωγραφίζουν, σμιλεύουν, σκιτσάρουν, κινηματογραφούν ταυτόχρονα, αλλά ότι τα έργα είναι ο καρπός της διαρκούς συνομιλίας, της μετάδοσης των κινήσεων που χρειάζονται για τη γέννηση ενός έργου, της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της συλλογικής κριτικής. Να επίσης γιατί προτιμάμε την ανωνυμία, ή τουλάχιστον τη συλλογική υπογραφή: θέλουμε όσοι και όσες είναι γύρω μας –καλλιτέχνες ή μη- να μπορούν να πουν «συμμετείχα κι εγώ σε αυτό». Κανένα όνομα, κανένας τίτλος να μην εμποδίζει να πεις «κι εγώ». Εάν υπάρχει ένα κοινωνικό όφελος από την τέχνη, θέλουμε να είναι κοινό.
Γι’ αυτό λέμε ότι δεν υπάρχει καλλιτέχνης (ως ξέχωρο σώμα), τέχνη όμως ίσως υπάρχει. Ας πει η εποχή αν αυτό που κάνουμε είναι τέχνη ή όχι, μας είναι αδιάφορο. (…)
Είναι προφανές ότι οι υποστηρικτές των ισχυρών κρατικών πολιτικών για την τέχνη επιδιώκουν τη δημιουργία ενός αντίβαρου στην άνοδο της θέσης του εμπορευματικού τομέα στον χώρο της τέχνης. Σίγουρα, το άλμα του εμπορευματικού είναι δόλιο, υβριστικό, τρομακτικό: το ότι αυτοί που συσσωρεύουν πλούτη στην πλάτη των εργαζομένων τους ενδύονται τον τίτλο του ευεργέτη των τεχνών είναι επονείδιστο. Ας αναγνωρίσουμε όμως ότι ο διαχωρισμός μεταξύ «κρατικού» και «εμπορευματικού» στις τέχνες δεν είναι σαφής, τόσο τα δίκτυα, οι λέξεις, οι δημιουργίες είναι εκατέρωθεν ίδια. Τα ονόματα των ιδιωτικών ιδρυμάτων έχουν πάρει θέση στα προγράμματα δημόσιων οργανισμών, ενώ οι κρατικές χρηματοδοτήσεις στηρίζουν ιδιωτικά ιδρύματα. Κάποιοι θα πουν ότι πρόκειται για κακώς κείμενη σύγκρουση, εμείς λέμε ότι δεν υπάρχει σύγκρουση αφού πρόκειται για την ίδια και αυτή δομή. (…)
Ποια να είναι λοιπόν τα αιτήματά μας; Επιπλέον κονδύλια για τον πολιτισμό; Οργανικές θέσεις για τους επισφαλείς εργαζόμενους; Περισσότερες επιχορηγήσεις για την καλλιτεχνική δημιουργία; Την καθιέρωση του δια βίου εγγυημένου εισοδήματος για μια αξιοπρεπή ζωή; Να απαιτήσουμε δωρεάν στέγη και εργαστήρια; Να καταλάβουμε προσωρινά τα σχολεία, τις σχολές καλών τεχνών, τα εργαστήρια των καλλιτεχνών, τα κέντρα νεότητας και να χρησιμοποιήσουμε τα υλικά τους; Να τα καταλάβουμε για πάντα και ν’ ανοίξουμε σε όλους τις πόρτες τους; Να εγκαθιδρύσουμε επειγόντως τον κομμουνισμό; Όλες αυτές τις διεκδικήσεις, τρόπους δράσης ή πολιτικές απόψεις θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να τις θεωρούμε πάντα με την προοπτική να καλλιεργηθεί η δημιουργικότητα και η αυτονομία έκφρασης όλων, και ταυτόχρονα να γίνει η ζωή όλων μας καλύτερη. (…)
Το να ξεχωρίζουμε τη δράση μας στην τέχνη από τη δράση μας στους αγώνες δεν είναι παρά έκφραση μιας ασυνέπειας: δεν υπάρχει κόσμος της τέχνης ξέχωρος του κόσμου του συνόλου (παρότι καλλιτεχνικός χώρος όντως υπάρχει και τεχνητά συνθέτει έναν κόσμο). Ό,τι κάνουμε στον δρόμο ξεβάφει πάνω σε ό,τι κάνουμε στο εργαστήριο και αντίστροφα. Αλλιώς δεν έχει νόημα.
Το αίτημα αυτό, βασισμένο στην υποχώρηση της φιγούρας του καλλιτέχνη ως ειδική λειτουργία, διατυπώθηκε, διαχύθηκε, κοινοποιήθηκε, δοκιμάστηκε και είναι, για εμάς, το θεμέλιο εκείνου που μας κινεί: η κοινωνικοποιημένη αριστεία ή, για να το πούμε αλλιώς, η κοινοτική πολυτέλεια.
Ο όρος δεν έχει τίποτα το πομπώδες, εκφράζει μόνο την, ουσιαστικά μετριοπαθή, επιθυμία να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό για να βελτιώσουμε τις κοινές συνθήκες ζωής μας. Γιατί η αριστεία είναι καρπός της δικής μας εργασίας, αφού η ισχύς των επιχειρήσεων –αλλά και του κράτους- οφείλεται στις δικές μας γνώσεις και ικανότητες, είναι άρα χρέος μας να τις πάρουμε πίσω και να τις θέσουμε στην υπηρεσία των δικών μας. (…)
Εκείνο που διαφοροποιεί την κοινοτική πολυτέλεια από την ιδιοκτησιακή πολυτέλεια είναι: 1. το άνοιγμά της σε εκείνες και εκείνους που «δεν ξέρουν», 2. η μετάδοση, στο όνομα του εν λόγω ανοίγματος, των τεχνικών και πρακτικών δεξιοτήτων του κοινού αιτήματος και 3. η αποδοχή των ενδεχόμενων μετατοπίσεων στα κοινά αιτήματα που οι νέες γνωριμίες φέρνουν.
Η κοινοτική πολυτέλεια είναι το πρόγραμμά μας.
Με κάθε τρόπο, ακόμα και καλλιτεχνικό.»
[1] https://lundi.am/Par-tous-les-moyens-meme-artistiques, lundimatin#236, 30 Μαρτίου 2020.
[2] Το σλόγκαν ηχεί αλλιώς αν σκεφτούμε πόσο, πριν λίγους μόλις μήνες, το διαδικτυακό περιοδικό marginalia δυσκολεύτηκε να βρει ανθρώπους σε εγγύτητα με τα ιδρύματα που να δέχονται να συνεισφέρουν επώνυμα στην έρευνά του γι’ αυτά… / https://marginalia.gr/arthro/o-thaymastos-kainoyrios-kosmos-ton-idrymaton-politismoy/
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 18-19/04/2020